Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Σπυρίδων Ζαμπέλιος

Σπυρίδων Ζαμπέλιος

Προθεωρία

Από: Ζαμπέλιος, Βυζαντιναί Μελέται - Περί πηγών νεοελληνικής εθνότητος από Η' άχρι Ι΄εκατονταετηρίδος μ.Χ., Αθήνα 1857.

  1. Προθεωρία
  2. Χρονογραφία
  3. Αναγέννησις
Σπυρίδων Ζαμπέλιος

3. Αναγέννησις

Αναγέννησις: Ο σεισμός, όστις το 1821 εις Ανατολήν εκραγείς αντήχησεν άχρι Δύσεως, ανήγαγεν εκ του μηδενός εις το είναι τον ελληνικόν λαόν, όστις, τη παρουσία του συνεπλήρωσε, και τη ενεργεία του διερμηνεύει την μ.Χ. Ιστορίαν της πατρίδος του.

Εντεύθεν περιαυγασθείσα η γραμματολογία του ανατολικού μεσαιώνος, εξέφανε τους αδιαγνώστους έως τότε νόμους της πνευματικής Ελλάδος. Η Ρωμαϊκή της Κωνσταντινουπόλεως Αυτοκρατορία γέγονεν έκτοτε κρίκος συνδυαστικός δύω κόσμων αποκεχωρισμένων, του πολυθεϊκού Πανελληνίου και του χριστιανικού· απέβη σύνδεσμος αυτοφανής και αναγκαίος, συνάπτων προς τον καταρκτικόν της Ευρώπης πολιτισμόν το μόνον εις τους παρόντας χρόνους διασωθέν αρραγές λείψανον της αρχαιότητος. Τον αυτόν, ως έγγιστα τρόπον, η Καινή Διαθήκη συνεπλήρωσε, διαφωτίζει, και μεθερμηνεύει την Παλαιάν.

Άγε δη ανιχνεύσωμεν τους στοιχειώδεις νόμους, τα συστατικά όργανα, την ψυχολογίαν, ως αν είποιμεν, της Αναγεννήσεως ταύτης.

Τι παρατηρούμεν ανατρέχοντες εις τα προοίμια και μελετώντες τας διαθέσεις του γένους αυθημερόν του Ευαγγελισμού;

Ομολογήσει πας έκαστος, ότι τα εξής θεωρήματα εκ της ακμής εκείνης αναπηδώσι· και δη πρώτον.

Εις τα αρκτικά αγώνος ανδραγαθήματα σημειούμεν την τελεσφόρησιν άλλων αγώνων προηγουμένων, αγώνων διανοητικών. Οι θούριοι της ενάρξεως ύμνοι αντηχούσι την έως από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως ερχομένην φωνήν των Λασκάρεων, των Μουσούρων, των Επάρχων και ετέρων Λογίων, εν ταις αυλαίς των ηγεμόνων, εν τοις συνεδρίοις των Παπών της l4ης και l5ης εκατονταετηρίδος συνηγορούντων ελληνιστί τε και λατινιστί υπέρ της αναξιοπαθούσης και εις δουλείαν περιπεσούσης φυλής των Ελλήνων. Ακούομεν ημείς αντιβοώσαν εις τους πρώτους των παλληκαρίων αλαλαγμούς την φωνήν του Σκούφου, του Μηνιάτου και ετέρων ιεροδιδασκάλων της l7ης εκατονταετηρίδος, φωνήν με ενθέρμους ευχάς προς Χριστόν και την Θεοτόκον αναπέμπουσαν υπέρ απελευθερώσεως του ορθοδόξου Ελληνικού πληρώματος. Προηγήθησαν του 1821 λόγιοι πάσης τάξεως, το όνομα της αρχαίας Ελλάδος περισαλπίσαντες, την εύκλειαν και εξοχήν αυτής επ' αγαθώ των απογόνων πανηγυρίσαντες εις σχολεία, εις βιβλία, εις άμβωνας, εις λόγους διεγερτηρίους. Τινές των ραγιάδων εν Ιταλία μαθητεύσαντες, εν Ρωσσία εμπορευθέντες, και αλλαχού της Ευρώπης περιηγηθέντες, τα σπέρματα της Ελληνικής ιδέας μεταφέρουσιν οίκοθεν εις το εξωτερικόν. Μετ' ολίγον δε, λόγιοι αλλοεθνείς άρχονται συνδιαλέγεσθαι περί της εν Αθήναις ανοικοδομήσεως της Ακαδημίας. Ο Μίλτων, ο Μέγας Πέτρος καί ο Φενελών, φωστήρες των τριών προστατών της νυν Ελλάδος, διαρρήδην προφητεύουσι της ημετέρας εθνότητος την επανόρθωσιν, ενώ τρεις έτεροι της διανοίας ηγεμόνες, ο Βάκων, ο Μοντέσκιος, ο Λεϊβνίτιος προμηνυούσι την αναπόφευκτον της Τουρκίας πτώσιν. Εκφωνεί τότε ο Ορλώφ εν Πελοποννήσω το θεσπέσιον της Ελλάδος όνομα, και η γη εκείνη αύτανδρος αναταράσσεται, και η δούλη γενεά σκιρτά εν τω τάφω αυτής και ανακάθηται, καθάπερ άνθρωπος εξυπνίζων εξ ονειρώδους ληθάργου. Όρη, δάση, κοιλάδες της εγκυμονούσης χώρας περιηγούσιν άσματα ηρωϊκά, αλαλήν αρματωλών. Παίδες, τα χριστιανικά του μεσαιώνος ονόματα εις ελληνικά μεταλλάξαντες, ψάλλονσι παιάνας εις την ανδρίαν, εις τον ηρωϊσμόν, εις τον θάνατον, ύμνους την δουλείαν προκαταργούντας, νυν μεν εν ονόματι του Σταυρού, νυν δε εν ονόματι του Διός, της Αθηνάς, του Ποσειδώνος. Μετά την Γαλλικήν επανάστασιν επιτείνεται η πολυθεϊκή επιδημία, ώστε η λέξις Έθνος, ήτις από Χριστού γεννήσεως την σημασίαν της άπολέσασα εδήλωνε την ειδωλολατρικήν ομάδα, επανακτά την προτέραν αξίαν και τιμήν...

Αλλ' έργον μας ενταύθα δεν είναι η ακριβής τών γεγονότων διεξιστόρησις. Αρκούμεθα μόνον εις την εμπέδωσιν της εξής ιδέας· ότι του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος προηγείται, και εις τον τοκετόν της εθνεγερσίας παραστατεί και προεδρεύει παράδοσίς τις ζωηφόρος υπό των τότε λογίων ευαγγελιζομένη, ην ορθώς θέλομεν αποκαλέσει παράδοσιν ή αρχήν Ελληνικήν, Εθνική, Ιστορικήν.

Αλλά μην, εκτός ταύτης της παραδόσεως, χρέος έχομεν και έτερον τινος φαινομένου να σημειώσωμέν την συνδρομήν. Την επισκεύασιν του Ιστορικού Ελληνισμού, την επάνδρωσιν της εθνότητος διά των γραμμάτων δεν ήσαν εις κατάστασιν να εκτιμήσωσι, και μετ' αυταπαρνήσεως να υπηρετήσωσιν, ειμή μόνοι οι διά προηγουμένης παιδείας αξιωθέντες εις την εκτίμησιν και τον θαυμασμόν του Ελληνισμού αυτού. Επειδή δε το πλείστον του γένους βεβυθισμένον ήτο εν απαιδευσία και αγνοία παντελή της πατρώας ιστορίας του, δια τούτο το σχέδιον της επισκευάσεως έμενε, σχετικώς προς την ολοκληρίαν του γένους, περιωρισμένον εντός του συλλόγου των λογίων, των μυηθέντων της προγονικής ιστορίας τα μυστήρια, απέμενεν, ως προς το γένος αυτό, ιδέα αφηρημένη, όθεν και ανίσχυρος εις την γενικήν εξανάστασιν του λαού. Χρεία λοιπόν ήτο μέσου τινός προσθέτου, δημωδεστέρου τινός ελατηρίου, δυναμένου τον ενθουσιασμόν των ολίγων να μεταδώση προς την κοινωνίαν άπασαν; να τρέψη το επινόημα των λογίων εις αίσθημα πάνδημον, να παρέξη εις την αφηρημένην και ιστορικήν ανάμνησιν σάρκα, ψυχήν, και κίνησιν αυτόχρημα δημοτικήν. Τις δε άλλη δύναμις προχειροτέρα και δραστηριωτέρα προς τοιούτον σκοπόν της εγχωρίας θρησκείας; Η παράδοσις η ιστορική τείνει την χείρα προς την πνευματικήν παράδοσιν· η ορθόδοξος εκκλησία περιπτύσσεται αδελφικώς την Ελληνικήν ιστορίαν. Ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός αποκαλύπτουσι την παμπάλαιον φιλίαν των· ανάμνησις και πίστις αναφανδόν πλέον κροτούσι συμμαχίαν και επιμαχίαν αδιάλυτον. Και ο μεν Ελληνισμός συνεισφέρει υπέρ των προσεχών αγώνων τα γοητεύματα της δόξης, της φιλοτιμίας, της αμίλλης, τον υπογραμμόν του θάρρους και τον πατριωτισμόν, την επικουρείαν της ποιήσεως, τους φλογερούς παιάνας, την διαθήκην της απωλεσθείσης αυτονομίας ο δε Χριστιανισμός συνεισφέρει, εν ελλειψει πυροβόλων, τον πνευματικόν δεσμόν, την αγάπην, την συμπαγίαν, την πίστιν εις την αντίληψιν της Προνοίας, την ελπίδα της αναστάσεως, και υπόσχεται εις βραβείον τας σκηνάς των μακάρων. Η Ιστορία προσφέρει την ζύμην· ο Χριστιανισμός μάσσει το φύραμα, ευλογεί τον άρτον της κοινωνίας εν μυστηρίω, και σφραγίζει το τίμιον σώμα της προκειμένης ανεγέρσεως εις το πάθος και την Ανάστασιν του Σωτήρος Χριστού. Τότε δή προβαίνει ο Ιερός Λόχος, εις μεν τον κόλπον φέρων τον Όμηρον, εις δε το στήθος τον Σταυρόν. Η Φιλική Εταιρεία, κράμα μυστηρίον ελληνικού και χριστιανικού, μίγμα σχεδίων πολιτικών και τελετών εκκλησιαστικών, εκτυποί θαυμασιώτερον έτι την κροτηθείσαν τότε συμβολήν της Ιστορικής και της Ορθοδόξου παραδόσεως.

Ανελλειπώς μέχρι του νυν εδράχθημεν των διεγερτικών στοιχείων, των μοχλών της Αναγεννήσεως. Λείπεται όμως και τι έτερον ουσιώδες. Τις ο κύκλος ο γεωγραφικός, τις η εθνική περιφέρεια, τίνα τα όρια της χώρας, εντός της οποίας η συμμαχία των δύω παραδόσεων θέλει αγωνισθή; Τάχα πρέπει ο Χάρτης της εθνεγερσίας να χαραχθή κατά τους γεωγραφικούς όρους της αρχαίας Ελλάδος, όθεν η πρώτη των αρχών επήγασεν; Αλλά τότε η συμμαχία κινδυνεύει, διότι η περινομή της εγχωρίου Εκκλησίας υπερβαίνει τους όρους αυτούς. Άρα λοιπόν θέλει κηρυχθή το σάλπισμα της επαναστάσεως εφ' όλης της ορθοδόξου πολιτείας; Αλλά τότε πάλιν συμπεριλαμβάνονται λαοί αλλοεθνείς, γένη παντάπασι ξένα προς την εθνικήν ιστορίαν των συνωμοτων. Εν ακμή τοιαύτη, η ιθαγενής ορθοδοξία, αναπολήσασα τας δεκαπέντε εκατονταετηρίδας της, και το βλέμμα ρίψασα προς Κωνσταντινούπολιν, όπου, καθάπερ αστήρ οδηγικός, ίστατο προ αιώνων η έδρα της, προτείνει, ως νόμιμον οροθεσίαν και ως αγωνιστήριον, την Γραικορωμαϊκήν επικράτειαν. Ο Ελληνισμός παραδέχεται. Πώς δ' ου; Άρα γε δεν συνέζησε και αυτός μετά της Ορθοδοξίας εις Κωνσταντινούπολιν, δεν συνεπολιτεύθη επί τοσούτους αιώνας, δεν περιεσώθη μάλιστα εκεί, τυχών καταφυγίου και περιθάλψεως; Ο Ελληνισμός λοιπόν και ο Χριστιανισμός, χάριν της αυτών συμβιώσεως εις Κωνσταντινούπολιν υπ' όψιν λαβόντες την σωτηρίαν απάσης της ελληνοχριστιανικής οικογενείας, και προθυμούμενοι την Αγίαν Σοφίαν, το κέντρον αυτό της συναφείας των, εν λουτρώ αίματος να εξαγοράσωσι, διαγράφουσι τα όρια της Νεοελληνικής πατρίδος αναλόγως προς εκείνα, τα οποία είχεν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προ της ληστρικής και προδοτικής εκείνης αλώσεως της επί Βαλδουίνου, όθεν προήλθεν αναγκαίως και η δευτέρα των Οθωμανών, ως έγγιστα, κατά τον Χάρτην ον εσχημάτισαν τα ξίφη του Νικηφόρου Φωκά και του Τσιμισκή. Τοιουτοτρόπως, εκ της λήθης ο Βυζαντινός μεσαιών εξανεστηκώς, διορίζεται παλαίστρα, ένθα μέλλουσι να ανταγωνισθώσιν ο δαίμων των φώτων και ο δαίμων της βαρβαρότητος. - Και ιδού προς τας ειρημένας δύω παραδόσεις ή αρχάς, προστίθεται και τις τρίτη, η παράδοσις, ή αρχή της Γραικορωμαϊκής ενότητος.

Ώστε συγκεφαλαιούντες, τρεις σημειούμεν νόμους ιστορικούς, τρεις διαφόρους Ενότητας παρατηρούμεν συγκροτούσας το του αγώνος Πανελλήνιον. Α'. Ελληνικήν ενότητα, αυτήν ήτις την αναγεννωμένην Ελλάδα συνάπτει προς την πρεσβυτέραν· Β'. την Χριστιανικήν ενότητα, ήτις τον προκείμενον αγώνα συνδέει προς τους αγώνας όλους του Χριστιανικου θρησκεύματος. Και Γ'.την ενότητα τήν Ρωμαϊκήν, ήτις πηγάζει εκ του μεσαιώνος, και προσδιορίζει την οροθεσίαν της Νεοελληνικής εθνότητος. Ή εν άλλαις λέξεσι, τρεις τινες παραδόσεις εν τω λαώ της Ελλάδος ενσαρκούνται προς αποκατάστασιν εθνότητος· η Ιστορική , η Πνευματική, και η Πολιτική, τουτέστι Παιδεία και Γλώσσα, Κοινωνική αρμονία, Εθνική ακεραιότης.

Ιδού η ιστοριονομική τριαρχία της Παλιγγενεσίας μας αλλά και το τέρμα της πολιτεύσεώς μας· τριπλή πατροπαραδότων αυθεντιών ενανθρώπησις κατά παράδοξον σύμπτωσιν τελειωθείσα, καθ' ην ημέραν εορτάζουσιν οι Χριστιανοί την πλάσιν της ανθρωπότητος και την δευτέραν πλάσιν αυτής διά της ενσαρκώσεως Χριστού!

Και νυν, εάν αφαιρέσωμεν εκ του αγώνος την συμμετοχήν του λαού, φαινόμενον του νυν αιώνος, αντί δε ταύτης καταστήσωμεν την υπό Τούρκων διακοπείσαν Γραικικήν αυτοκρατορίαν, τι απομένει;

Επανορθούται ο Βυζαντινός μεσαιών, σύστημα και αυτό στρεφόμενον αμεταθέτως περί τρεις αυθεντίας, την Ελληνικήν, την Χριστιανικήν και την Ρωμαϊκήν. Εξ ων η μεν πρώτη, υπό της λογίας τάξεως παριστανομένη, ρυθμίζει την διάνοιαν κατά τον προγονικόν υπογραμμόν, συντάσσει τα χρονικά, φρουρεί την γλώσσαν· η δε δευτέρα, το Ιερατείον έχουσα φύλακα, συντηρεί, εν ονόματι Χριστού, Αποστόλων και Πατέρων, την κοινωνικήν ομοδογματίαν και εθνικήν ομοπιστίαν η δε τρίτη, ην παρίστησιν ο Αυτοκράτωρ, επιτηρεί, συγκρατεί, διά της υλικής δυνάμεως φυλάττει την ειρήνην της πολιτείας, το ακέραιον της χώρας και την τριμελή συμβασιλείαν των αυθεντίαν αυτών.

Εκ των τριών τούτων αρχών της Βυζαντινής ζωής, τις η επικρατεστέρα; Ποίον το στοιχείον όπερ υπερέχει κατά δραστικότητα και κατ' έκτασιν;

Αναμφίβολον, ότι το ιθαγενές και αρχαιότερον· αυτό, η γλώσσα του οποίου εκτείνεται απ' άκρας εις άκραν της επικρατείας, ου η ιστορία είναι ιστορία του λαού· υπονοείται το Ελληνικόν. Το στοιχείον αυτό όπερ επιβαλόν εντεύθεν μεν την γλώσσαν τον τη Εκκλησία, εκείθεν δε την παιδείαν του τη Μοναρχία, βαθμηδόν την πολιτείαν όλην συνυπέταξεν υπό την σημαίαν και την ονομασίαν αυτού.

Άρα, μόνη η παρουσία και η σύμπραξις του Λαού κατά το 1821 διακρίνει τον λεγόμενον Βυζαντινόν μεσαιώνα από της Νεοελληνικής εθνεγερσίας.

Άρα, τα δύω ταύτα ουκ άλλως έχουσι προς άλληλα, ή ως έχει το άφηρημένον προς το συγκεκριμένον, ως έχει η εφαρμογή αρχής τινος προς την αρχήν αυτήν.

Άρα, αντί Μοίρας επισπευδούσης την Παρακμήν και Πτώσιν τών Ρωμαίων , ενεργεί εν τη Βυζαντινή πολιτεία νόμος Ελληνικής και πνευματικής Αναγεννήσεως. Ο δε νόμος ούτος υπερκρατεί τοσούτω μάλλον, όσω εις την ιεραρχίαν των τριών αυτών παραδόσεων, η μεν Ελληνική επέχει τον ανώτατον βαθμόν, η δε Ρωμαϊκή τον κατώτερον, τον δε μέσον η Χριστιανική. Οικοδεσπότης ανήλιξ, ως έπος ειπείν, ο Ελληνισμός· κηδεμών δε η Εκκλησία, απλούς δε ενοικιαστής και φύλαξ της οικίας ο Ρωμαϊσμός.

Εντεύθεν έπεται, ότι ο Ανατολικός μεσαιών έχει νόμον ιστορικόν προόδου την βαθμιαίαν της κραταιοτέρας αρχής υπερίσχυσιν, ήγουν την βραδείαν μεν, αλλ' αδιάκοπον εξελλήνισιν της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και την υπό πρόσχημα Ορθοδοξίας ένδημοποίησιν τον Χριστιανισμον.

Η πρόοδος αυτή κατ' αλήθειαν αυτόματος και αυθόρμητος δεν είναι, διότι συνήθως προέρχεται εξ ωθήσεων εξωτερικών· αλλ' όπως δήποτε, χάριν αυτής επισπέρχεται η βελτίωσις τών αστυκών θεσμών, η κατάργησις της δουλείας, επιταχύνεται δι' αυτής το πλήρωμα της εθνικής προπαρασκευής.

Αλλ' ο Μοντέσκιος, ο Γίββων, και οι έτεροι τούτων σύμφρονες δογματίζουσι κατ' άλλον τρόπον. Ευρίσκουσιν ούτοι παρ' ημίν θάνατον αντί ζωής, ευρίσκουσι βασιλείαν τυφλής Ανάγκης, αντί νόμων προόδου και θείας συνεργίας. Τι παράδοξον; Η Ελληνική Αναγέννησις, θυγάτηρ πίστεως, δεν επεφάνη εις αιώνα σεσοφισμένης απιστίας και πυρρωνισμού. Ανέτειλεν εις ημέρας αποκαταστάσεως, ευσεβείας επιστημονικής· τότε μόνον εξήλθεν εις το φως, ότε τριακονταετής Ευρωπαϊκή δοκιμασία εγήρασεν ήδη την φιλοσοφίαν των Εγκυκλοπαιδιστών. Εξέλαβον τινές ως πρωτότυπον του Γίββωνος την συγγραφήν· και όμως ουδέν άλλο είναι, η διεξοδική ανάπτυξις της περί Ρωμαίων πραγματείας του διδασκάλου του Μοντεσκίου. Η αυτή φιλοσοφία παρ' αμφοτέροις, η αυτή μέθοδος του κρίνειν τα ιστορικά, μέθοδος πολιτική και ουσιωδώς δογματική, δικάζουσα τους κατά καιρούς πολιτισμούς εκ των επιπολαίων κυβερνητικών φαινομένων.

Ο Γίββων, εξ ου η Ευρώπη σήμερον έτι αντλεί τας περί μεσαιώνος μας γνώσεις και κρίσεις της, ο υπέρτατος ούτος δικαστής 22 αιώνων εθνικής ημών υπάρξεως, κέντρον της μεσαιωνικής Ελλάδος στερούμενον περιφερείας έθηκε την αυτοκρατορικήν αυλήν, την δε βιογραφίαν των βασιλέων από πρώτου μέχρι τελευταίου Κωνσταντίνου κατέστησεν άξονα, περί ον απηωρημένην σύνολον την Βυζαντινήν σφαίραν περιεδίνησε. Τις ο μη θαυμάζων εν τω βιβλίω του την πολυμάθειαν, τον ακούραστον ζήλον, την λατρείαν της ελευθερίας και της αρχαίας αρετής! Και όμως η συγγραφή αυτή όζει γαιώδές τι και νεκριμαίον και επιτύμβιον, αναμιμνήσκον την πένθιμον Μούσαν του Τακίτου. Tό βιβλίον αυτό σχεδιογραφεί λαμπρώς την έξω του μεσαιώνος μορφήν, απεικονίζει θαυμασίως τινάς των χαρακτήρων του προσώπου, αλλά περαιτέρω δεν φθάνει· παύεται ενταύθα το σκοπούμενόν του, ούτε πρέπει επί πλέον να περιμένωμεν. Την ολοσχέρειαν του απεικονίσματος, την ψυχολογίαν της πολιτείας, το αίσθημα, την πίστιν, τας απορρήτους του αιώνος ροπάς, τον μύχιον, ενί λόγω, της Νεοελληνικής υπάρξεως οργανισμόν, ταύτα ούτε καν υπώπτευσεν ο διαμαρτυρόμενος λόγιος της ΙΗ' εκατονταετηρίδος.

Εντεύθεν μεν η Ρωμαϊκή μεγαλειότης, εκείθεν δε η αστραπαία της Ελληνικής ευφυΐας λαμπηδών εξεθάμβωσαν των σοφών τούτων την όρασιν. Καιρόν δεν έλαβον να εννοήσωσιν εν τη μέθη του θαυμασμού, ότι καθώς η θεία Ενσάρκωσις τον ευδιάσειστον της αρχαιότητος λόγον μετέβαλεν εις λόγον πανάνθρωπον, αμετα- κίνητον, ούτως ανεσκεύασε και την μέθοδον του εκζητείν τας έκτοτε συμβάσας ιστορικάς περιπετείας, τας τε ηθικάς, και κοινωνικάς, και πολιτικάς, και διανοητικάς· έτρεψε, δηλονότι, την ερμηνείαν των γεγονότων επί το πνευματικώτερον και καθολικώτερον. Όθεν, δυσανασχετήσαντες κατά παντός μη ομαλού, ευδιαγνώστου, τερπνού, ηδονικού εν τη ιστορία, ην ενόμισαν Ασιανόν παράδεισον, εις απόλαυσιν τρυφών ατελευτήτων διωρισμένον· μισήσαντες τας ανωμαλίας του παρελθόντος, τους αγώνας του ενεστώτος, τας μερίμνας περί μέλλοντος, όπως κεχηνότες εκθειάσωσι τας μακαριότητας των χρυσών αιώνων, και ανετώτερον οι φιλόμουσοι κοιτάσωσιν επί ρόδων ποιητικών, ούτε την του ιστορικού λόγου μεταβολήν οδηγία των Γραφών εξετίμησαν, ούτε λοιπόν τους τρόπονς ανίχνευσαν της βαθμιαίας ενσαρκώσεώς του εν τη βιολογία του μεσαιώνος. Πάντως ουν ήγνόησαν, καί τοι πολυπραγμονήσαντες, ότι νέος επεφάνη κανών και τύπος κάλλους, πολλώ διαφέρων του σεσοφισμένου και του κατ' επιτήδευσιν. Ότι της εν Χριστώ παλιγγενεσίας ευαγγελισθείσης, παν γένος εις ζωήν προωρισμένον καθήρμοσε τους νόμους της πολιτείας του εν τω τύπω της θείας εκείνης αριστοτεχνίας. Άρα ούτε την πρόοδον ωμολόγησαν, τον ουρανοφύτευτον νόμον αυτόν της ιστορίας, δι' ου προβαίνουσιν, αι κοινωνίαι προς επίγνωσιν θεότητος, προς την πεφωτισμένην συναίσθησιν του προορισμού των, προς την εφαρμογήν του καινού υπογραμμού επί της ενεστώσης και της μελλούσης αυτών βιώσεως.

Οία δε η μέθοδος, οίον το ορμητήριον της κρίσεως, τοιαύτα και τ' αποτελέσματα της μελέτης.

Ερώτησον αυτούς λ.χ. πότε και πού λήγει ο βίος της Ελλάδος; - Η ενέργεια του ελληνισμού, θέλουσιν ετοίμως αποκριθή, παύεται άμα τη ελληνική αυτονομία, λήγει ένθα επέβαλεν η κατάκτησις εις τους δουλωθέντας Γραικύλους, την αυθεντίαν της Ρώμης, το μέγα του Λατίον όνομα. Ως απώλεσε την αυτονομίαν, μεγαλουργίας αφετήριον· ως απέθεσε τας Ομηρικάς της δάφνας εις πόδας Ρωμαίων δεσποτών και θρησκομανών ιερέων, η Ελλάς αμέσως απεβίωσεν. Απεβίωσε δε ου μόνον διανοητικώς, αλλά και κοινωνικώς έτι, και εθνικώς. Απεσύρθη της σκηνής, κατέδυσεν εις την βασιλείαν των αναμνήσεων, προς τους επιζήσαντας μη κληροδοτήσασα, ειμή τινα σωρόν ερειπίων και βιβλίων.

Τάχα μάρτυρες αρμοδιώτεροι, και δικασταί ασυγκρίτως απαθέστεροι τών σοφών τούτων δεν υπήρξαν οι σοφοί τών πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, αυτοί οι αυτοπτήσαντες το μυστήριον, όπερ μετεμόρφωσε τον ελληνισμόν, και εις δύω ημικόσμια διεχώρισε την ιστορίαν μας;

Ανέγνωμέν ποτε σελίδα τινά του Ιερωνύμου σαφέστερον πάσης νεωτέρας πραγματείας υποτυπούσαν την μυστηριώδη τών δύω τούτων ημικοσμίων συνοχήν, όθεν προκύπτει η ολομέλεια του γένους μας. Γίνεται λόγος περί τινος παιδίσκης, θυγατρός μεν γυναικός χριστιανής, εγγονής δε ιερέως ειδωλολάτρου. - «Θεέ παντοδύναμε, εκφωνεί ο δυτικός το γένος, Έλλην δε την ευφυΐαν άγιος, τις ήθελέ ποτε φαντασθή, τίς των πατέρων μας ήθελε πιστεύσει, ότι ειδωλομανής τις ιερεύς έμελλεν εις το έσχατον γήρας να γείνη πάππος ευειδούς εγγόνης, παρά του Σωτήρος του κόσμον δωρηθείσης ταις ικεσίαις ευσεβούς μητρός! Ότι περιχαρής και μειδιών ο γέρων λειτουργός της ψευδοθείας έμελλεν επί των γονάτων αυτού να καθίση τρυφεράν νύμφην Χριστού, ψάλλονσαν το Αλληλούϊα, και υμνωδούσαν την αναγέννησιν του Αδάμ!» -Αρα δέν εκτυποί το σύμπλεγμα τούτο την νεοφώτιστον Ελλάδα, εν τω μεταλαβείν παρά της υπεργήρου πολυθεΐας του απορρήτου της ιστορικής παραδόσεως; Διάφορα μεν πρόσωπα υφίστανται ο ειδωλολάτρης γέρων και η χριστιανή παρθένος· όμως, το κοινόν αίμα πάσαν εξαλείφει θρησκευτικήν διαφοράν. Πάππος και εγγόνη, καίτοι μη ομήλικες, μήτε ομόθρησκοι, αλλά διά το ομογενές και το συμφυτικόν της αγάπης, εις εν και το αυτό ηθικόν πρόσωπον συνταυτίζονται. Και ο μεν ειδωλολάτρης, την εν Πνευματι Αγίω βεβαπτισμένην παιδίσκην επι τα γόνατα τιθέμενος, καθαγνίζεται, αυτή δε πάλιν παρά τον πάππον διδασκομένη τα προγεγενημένα, πληροφορείται περι της καταγωγής της και περι των γενεθλίων της.

Ο Χριστιανισμός, το μέγιστον και συντελεστικώτατον συμβάν της παγκοσμίου Ιστορίας, εν Ελλάδι συνίστησιν από πρώτης το θέατρον της ενεργείας του· κατά της φιλομύθου πατρίδος των Ησιόδων και Ομήρων αποσκήπτει τας πρώτας βολάς· εν τήδε τη εστία της θεοποιείας προεξασκείται εις την τελειουργίαν της αναστοιχειώσεως, ήτις θέλει ποτέ μεταβάλει την όψιν του κόσμου! Διατί τας πράξεις των Αποστόλων πληρούσι κατά μέγα μέρος τα Ελληνικά; Διότι έπρεπεν εις την γην ταύτην του Λόγου, να βάλωσι τας πρώτας ρίζας oι σπόροι του Πνεύματος. Η σοφία των Αθηνών, ως από σκοπής εκείθεν εις την οικουμένην πυρσευομένη ως έλεγεν ο μέγας Αλέξανδρος, φλέγει την καρδίαν, ελκύει την προσοχήν των του Χριστού μαθητών. O πρωτάγγελος Παύλος, αληθής περιστερά πτάσα εκ της κιβωτού, σπεύδει προς την Αττικήν. Πρώτος δέ των χριστιανών τας εγχωρίους παραδόσεις επικαλούμενος, πρώτος δωρεά Πνεύματος επαγγελλόμενος της Κλητής γενεάς την σωτηρίαν, αγορεύει υπέρ ενότητος Θεού και θεότητος Χριστού, και προσδοκίας μελλούσης αναστάσεως. Η ηχώ της Πνυκός μεταδίδει την μεγάλην αγγελίαν, από όρους εις όρος μέχρι Κορίνθου καί Πατρών, έως άκρας Ελλάδος. Έκαστος φθόγγος του ρήτορος κλονεί τας βάσεις της πολιτείας, κατεδαφίζει ένα βωμόν. Ο Άρειος Πάγος, φύλαξ του παρελθόντος υποχωρεί· η Ακρόπολις, εις μέλλουσαν ανάστασιν προωρισμένη, ανοίγει τας πύλας της, και η Ελλάς άπασα ευαγγελίζεται, της κοσμικής ηγεμονίας της παραιτουμένη πριν ή ο Ανθύπατος Ρωμαίος μάθη, ότι εις την εξουσίαν αυτού άλλος Δεσπότης ισχυρότερος υποκατέστη.

Νέα φάσις ιστορίας. Απόκρυφος μεταπολίτευσις. Πνεύμα Κυρίου ήλθεν επί την Ελλάδα και δύναμις Υψίστου επεσκίασεν αυτήν.

Η είσοδος του Θεού Λόγου εις την πατρίδα του Πλάτωνος διαιρεί την ελληνικήν διάνοιαν εις δύω κόμματα, ων ο ανταγωνισμός είμαρται να διατηρήση την ζωήν εις το σώμα, έως ου πληρωθώσιν oι χρόνοι της πνευματικής αναβιώσεως. Το μεν εξ αυτών ασπάζεται την σοφίαν του μέλλοντος, επερειδόμενον προς τον πρεσβύτερον Πλατωνισμόν, διό παραιτείται της μερικής ελληνικής ονομασίας και περιβάλλεται την καθολικήν και οικουμενικήν ονομασίαν του χριστιανισμού. Το δ' έτερον, προσφυέστερον τω Νεοπλατωνισμώ και τω Συγκριτισμώ της Αλεξανδρείας, επιμένει εις την αυθεντίαν του παρελθόντος και εις τα δόγματα της σχολής, διό αποποιείται να ομολογήση θρήσκευμα τον χριστιανισμόν, και διατηρεί το αρχαιοπαράδοτον όνομα της Ελληνικής εθνότητος.

Τέμνεται λοιπόν ο τότε ελληνισμός εις δύω συστήματα αντίθετα, εις χριστιανισμόν θρησκείαν και εις χριστιανισμόν φιλοσοφίαν.

Και η μεν πόλις των Αθηνών, αυτή, όπου «πάντες και oι επιδημούντες ξένοι, εις ουδέν έτερον ευκαιρούσιν, ή λέγειν τι και ακούει ΚΑΙΝΟΤΕΡΟΝ,» η πόλις του Αναξαγόρα, του Σωκράτους και του Διονυσίου, αύτη την θεότητα του Χριστού και την Τριαδικήν Θεαρχίαν ομολογήσασα, γίνεται μητρόπολις πίστεως προσωρινή, αποτίθησι την Ελληνικήν ονομασίαν της, αναγορεύεται βασιλεύουσα πνευματική του εν Χριστώ αναγεννηθησομένου Πανελληνίου. Η δε Αλεξάνδρεια, εγκαρτερούσα εις διδασκαλίας φιλοσόφων, ή παραδέχεται τον χριστιανισμόν, ως ψιλήν θεωρίαν, υποβεβλημένην εις την βάσανον του ορθού λόγου, ή υπό την σκιάν του μεγάλου Ελληνικού ονόματος καταπολεμεί τους προσηλύτους του Ευαγγελίου, και κατακρίνει την Ενσάρκωσιν. Και στρατιώται μεν Χριστού, φοιτηταί των Αθηνών, εξέρχονται oι Διονύσιοι, oι Αθηναγόραι, oι Κοδράτοι, oι Πολύκαρποι, oι Χρυσόστομοι, oι Βασίλειοι, oι Γρηγόριοι, oι Συνέσιοι, μαθηταί Παύλον και ήδη της Χριστιανισθείσης Ελλάδος αντιπρόσωποι. Υπέρμαχοι δε της ετέρας γνώμης προβαίνονσιν oι Ιάμβλιχοι, oι Πορφύριοι, οι Λογγίνοι, οι Φίλονες, οι Πλωτίνοι, οι Ωριγένεις, οι Ιουστίνοι, και άλλοι πολλοί, Έλληνες μεν την γλώσσαν και την σοφίαν, αλλά τα δόγματα του κοινού θρησκεύματος ή αποκρούοντες, ή έκαστος κατ' αρέσκειαν τροποποιούντες.

Η διαμάχη των φρονημάτων, ο ανταγωνισμός των πεποιθήσεων διαρκεί πεισματώδης εφ' όλας τρεις εκατονταετηρίδας. Ενώ δε πόλεμος κινείται εις το υπερώον της κοινωνίας, υποκάτω της συμβολής ο λαός σιγά, μη δυνάμενος να συμμερισθή τους διανοητικούς αγώνας των πεπαιδευμένων. Και τοι όμως σιγών, ο Ελληνικός λαός πιστεύει. Και πιστεύει διότι «Θεού εστί γεώργιον, συνεργός Θεού, Θεού οικοδομή.»

Η πίστις αύτη των όχλων επιβαρύνει την πλάστιγγα. Μετ' ου πολύ το δόγμα της Ενσαρκώσεως υπερτερεί, και η φιλοσοφία της σχολής καταδικάζεται. Αίρεται τότε επί του Παρθενώνος των Αθηνών η σημαία της Αγίας Σοφίας, υπόδειγμα της μετέπειτα καθιδρυθείσης εις Κωνσταντινούπολιν· ύπερθεν δε της Ακαδημίας κυματίζει ο Σταυρός, σύμβολον υποταγής, πάθους, θυσίας, γεύσεως θανάτου!... Ούτως, η Ελλάς, κατά την φράσιν του συντάκτου των Πράξεων «συνθάπτεται τω Χριστώ, ομοιώματι του θανάτου αυτού,» παραδίδεται εις θάνατον διά Ιησού, ίνα ως ο Ιησούς πατήση ποτέ τον θάνατον διά θανάτου.

Συνθήκη κοσμοσωτήριος Ελλάδος και Χριστιανισμού, θεοκέλευστος συζυγία, το μέλλον αμφοτέρων εις τους αιώνας εξασφαλίζουσα! Η μεν Ελλάς παρέχει επ' αγαθώ της οικουμένης τω Χριστιανισμώ παιδείαν, γλώσσαν, ευφυΐαν, καρτερίαν ακλόνητον εις βασανιστήρια· προσφέρει θυσίαν αιματηράν τε και αναίμακτον ο δε Σωτήρ του κόσμου τίθησιν εις τον δάκτυλον της μνηστής τον αρραβώνα της σωτηρίας.

Έκτοτε Εθνικός και Έλλην διακρίνουσι τον ειδωλολάτρην από τον Χριστιανόν, τον φιλόσοφον από τον σοφόν, τον μη πιστεύοντα εις την ισότητα και την βαθμιαίαν εξευγένισιν των ανθρώπων από του ασπασαμένου το δόγμα της αγάπης και της ελπίδος, την προσδοκίαν της σωτηρίας. Έλλην σημαίνει υιός ανθρώπου, Χριστανός δε υιός Θεου. Άλλως τε τις η απόλυτος ανάγκη της Ελληνικής ονομασίας; Άραγε δεν ήτο ελληνεπώνυμος ο Χριστός αυτός;

Θαύμα ξένον και όντως εκπληκτικόν! Διαλύεται εν σιγή η ενδοξοτέρα των εθνοτήτων της αρχαιότητος· το καύχημα των αιώνων αποσυντίθεται εν σκιά θυσιαστηρίου, και ούτε ο τότε, ούτε ο σήμερον κόσμος ενόησε πώς ετελέσθη το μυστήριον! Τις άλλος βραχίων, ειμή μόνος ο του Θεού, ηδύνατο να στερήση του προσφιλούς αυτού ονόματος λαόν θρησκευτικώς ανέκαθεν προσπεφυκότα εις τοιούτο κειμήλιον, το δε ξένισμα να κατορθώση μόνον και μόνον δια της πειθούς! Άλλην ομοίαν μεταβολήν η ιστορία της λοιπής χριστιανωσύνης δεν μαρτυρεί!

Συνεπεία, τοιαύτης αλλαγής, το πρωτότυπον και δημιουργόν του γένους τρέπονται εις άλλην διεύθυνσιν. Διαλύονται τα γοητεύματα της ατομικής φιλοδοξίας, περιστέλλεται η τερατεία των ονομάτων, ταπεινούται το μάταιον της επιδείξεως. Και όμως, εάν καταβάλωνται αι ηδοναί της ατομικής και της εθνικής φιλοπρωτίας, αλλ' εις αμοιβήν το γένος ανταπολαμβάνει άλλο τι προτέρημα τιμαλφέστερον, ούτινος πρότερον εστερείτο.

Ο ανακαινιζόμενος Ελληνισμός πλεονεκτεί του πρεσβυτέρου προς συναίσθησιν εαυτού και προς πνευματικήν διαστολήν, άρα υπερτερεί και κατ' εθνικήν συνάφειαν. Γίνεται γάρ λαός επίδοξος ο μη πρότερον λαός· γίνεται κύριος ο δούλος, γνωστικός ο πρότερον αμαθής. Εντεύθεν άρχεται η βασιλεία της εθνικής αφομοιώσεως και συγχωνεύσεως, η πολυχρόνιος προπαίδεια του εθνικού γνώθι σαυτόν. Προοιμιάζεται από του νυν η περίοδος εκείνη, καθ' ην το γένος μέλλει να επαισθανθή του αίματος την κυκλοφορίαν εις πάντα τα μέλη τα συνιστώντα την ιδιοσυγκρασίαν του. Δεν ελειτούργησεν άχρι του νυν ειμή ο εγκέφαλος μόνος· θέλουσι από τούδε συλλειτουργήσει οι πνεύμονες και η καρδία.

Τω όντι· Πότε ανακύπτει ο Ελληνισμός των εμφυλίων ερίδων κεκαθαρισμένος; Πότε, ει μη κατά τον μεσαιώνα, αναφαίνεται ακέραιος, ολομελής, απαραχάρακτος, καθάπερ σκεύος εξ αμιγούς φυράματος κατασκευασθέν; Παν ο,τι απέβαλον αι κυριότητες, οι πλούσιοι, οι ευπατρίδαι, οι σοφοί και πάσης τάξεως οι ολιγάρχαι, τούτο μεταβαίνει εις όφελος της κοινότητος. Οι χυμοί, οι ζωοποιήσαντες και δόντες κίνησιν εις το άτομον, μετοχετεύονται βαθμηδόν εις τας φλέβας της κοινωνίας όλης. Το στήθος σφριγά, ο σφυγμός πυρέσσει, το άψυχον σώμα πιμπλάνεται πνεύματος, επαιωρούν τήν ύλην προς ουρανόν. Ο Νους εκείνος του Αναξαγόρα, επ' άπειρον αναπτυσσόμενος, γίνεται νους κοινός· το δε δαιμόνιον του Σωκράτους, μύχιον λαϊκής συνειδήσεως προανάκρουσμα, πρόδρομος αρμονίας εθνικής, ενσαρκούμενον εις όλην την κοινωνίαν, εξαγορεύει χρησμούς δημώδεις περί ιερού προορισμού, και δεν παύει στιγμήν προαναγγέλλον του γένους την μέλλονσαν επανόρθωσιν.

Ούτω πως ο Χριστιανισμός ενεργών, εισδύει τέλος εις τ' άδυτα της ελληνικής ουσίας· μεταβαίνει από της Βίβλου εις την Εκκλησίαν, καντεύθεν εις την οικογένειαν. Και δη μάλλον θαρρήσας, μετασκευάζει την κοινωνικήν υφήν κατά σχέδιον πλατύτερον. Η ολιγαρχική φύσις του δράματος τρέπεται εις δημοτικήν, το δε πολύπλοκον των πράξεων προχωρεί εις το απλούστερον. Ενεισάγει πάθη φιλεύσπλαγχνα, τα δε ανήμερα τούτων αποβάλλει. Αλλά και την καθομιλουμένην γλώσσαν τροποποιεί επί το αναλυτικώτερον, το μέν λεκτικόν ερανιζόμενος εκ των εν χρήσει αγοραίων διαλέκτων, του δε λόγου την σύνταξιν χάριν κοινοχρησίας εξομαλίζων. Θέλομεν ιδεί μετ' ολίγον, ότι μετατοπίζει και αυτήν του δράματος την σκηνήν.

'Αλλ' αν και θεότητες, και ήθη, και πρόσωπα μετεβλήθησαν, αv η γλώσσα μετερρυθμίσθη, και η οικονομία κατά κράτος μετεσκευάσθη, αν, ενί λόγω, γέγονε τα πάντα καινά, όμως, και τι ανέπαφον απομένει εν τη γενική ανατροπή. Τι δε τούτο; O Χορός, ή χωρίς μεταφοράς, το ανώνυμο πλήθος. Ο χορός, φωνή καρδίας, ηχή αιώνων, προσωποποίησις της δημώδους γνώμης, θέλει υποκριθή εν τη καινή παραστάσει το πρότερον σχήμα, εκτός, ότι προβάδην θέλει χωρίσει από του προσκηνίου εις το μέσον της σκηνής και, προς συμπλήρωσιν του αριστοτεχνήματος, θέλει λάβει μέρος δραστηριώτερον εις την διεξαγωγήν της πράξεως. Καί πραγματικώς· η διαγωγή του λαού κατά τον μεσαιώνα παρίσταται υπό τι σχήμα λυρικόν, του τραγικου χορού το πρόσωπον αναμιμνήσκον. Μέρος μεν ενεργόν εις την πράξιν οι Δήμοι σπανίως έχονσι. Και όμως ούτοι συνήθως επισπέρχουσι την διάλυσιν. Καθώς πλανήται τινές άγνωστοι και αδιόρατοι προξενούσιν ανωμαλίας επαισθητάς εις την περιστροφήν των ετέρων πλανητών, τον αυτον τρόπον η παρουσία του λαού αδιακόπως απωθεί την Κωνσταντινούπολιν προς την άλωσιν και πάλιν ελαύνει την άλωσιν προς τον υπέρ εξαγοράσεως αγώνα.

Ο νόμος λοιπόν της αναμορφώσεως εισήχθη· η κοινωνία μεταπλάσσεται· ακατασχέτως ήδη το γένος ώρμησεν εις την πίστιν του μέλλοντος αιώνος.

Αλλά ποίον άρα το μέλλον αυτό; Τι ακριβώς υπέρ Ελλάδος η νέα χάρις επαγγέλλει; Τις ο τελικος του αρραβώνος σκοπός; Πώς δε η επαγγελία θέλει λάβει την εκτέλεσιν;

Ιδού ο νόμος. Θέλει μεταβληθή το Γένος εις Έθνος· θέλει τραπή η ασυνάρτητος ποικιλία εις ενότητα αδιαχώριστον, εις οικογένειαν ακαταπαύστως απαρτιζομένην εν ομοιομορφία και συμφυΐα εις έθνος, δια την αναζώωσιν των μελών, προβαίνον επί συντέλειαν και πολιτικήν ομόνοιαν. Προήγγειλεν η Ενσάρκωσις την αναγέννησιν νυν δε την αναγέννησιν αυτήν θέλει τελειουργήσει η του Τριαδικού τύπου στερεοποίησις. Το Βάπτισμα εξορκίζει την πολυμιξίαν, την πολυμορφίαν, τας διχονοίας, τα κόμματα, άπερ εισήγαγε προηγουμένως το πολυπρόσωπον της θεότητος. Νυν δε, κατά τον τύπον της ομοουσίου και αδιαχωρίστου Τριάδος, η Εθνική ποικιλία θέλει συνέλθει εις τρισυπόστατον ενότητα.

Η εκτέλεσις της επαγγελίας ταύτης πέφυκεν εν των κυριωτέρων μελετημάτων της Ιστοριονομικής επιστήμης. Η Ιστορονομία ανιχνεύει τους τρόπους, δι' ων ο Τριαδικός της ενότητος τύπος εισέρχεται εν τη Ελληνική κοινωνία και βαθμηδόν ανάγει θρήσκευμα, γλώσσαν, ήθη, πατρίδα, θεσμούς, εις εντολήν αμέριστον, ενοειδή τε και ενωπιόν. «Όσαι γαρ επαγγελίαι Θεού εν αυτώ το ναι και εν αυτώ το αμήν».

Πώς εξετελέσθη το θαύμα; Συμπτύσσομεν την ιστορικήν θεωρίαν εις ολίγας λέξεις.

Ενώ την Ελληνικήν κοινωνίαν η νέα πίστις ανεκαίνιζε δια βαπτίσματος και διδαχής, η παλαιά της Ρώμης θρησκεία διήνυεν οδόν αμαρτίας, την πολιτείαν όλην εις τον εαυτής όλεθρον συνεπισύρουσα. Οι δεσμοί της οικογενείας κεχαλασμένοι· τα ήθη βεβυθισμένα εις άκραν χαυνότητα, ακολασίαν και αδράνειαν· η πάτριος λατρεία αποβάσα χαμερπείας εργαστήριον, όργανον αποθεώσεως τυράννων, κιναίδων, μοιχαλίδων. Ο Θρόνος έρμαιον γνναικωδών βουλευτών, ή βαρβάρων νεηλύδων, σπανίως δε βραβείον ανδρίας και συνέσεως. Στίφη βαρβάρων, εν τούτοις, την Αυτοκρατορίαν πολιορκούσι, και τα μέλη αυτής τήδε κακείσε κατακερματίζουσιν. Ενώ δέ ο κύκλος της επικρατείας συστέλλεται μάλλον επί μάλλον, και αυτή η έδρα των Καισάρων αντηχεί την ποδοκρουστίαν της προχωρούσης βαρβαρότητος, ο μεν λαός ζητεί άρτον και κιρκησίους αγώνας, ο δε Γαλλιανός αυτοκράτωρ, της κλίνης εγειρόμενος, ερωτά, τι αριστήσομεν αύριον;

Ανήρ τις δραστήριος αναβαίνει περί τοιαύτην ακμήν τον αιμοσταγή και φόνιον εκείνον θρόνον. Προνοήσας ούτος της αυτοκρατορίας τον κίνδυνον, συλλαμβάνει την ιδέαν του ανακαινίσαι αυτήν εκ θεμελίων. Επινοεί καινόν σύστημα κυβερνητικόν, πειράται να συγκεντρώση εις εαυτόν πάσαν ιεράν και κοσμικήν εξουσίαν, προσπαθεί να μεταρρυθμίση την οίκονομίαν εις το απλούστερον. Ο Διοκλητιανός επιχειρεί υπέρ Ρωμαίων, ό,τι σήμερον η Ευρώπη προσπαθεί, η φαίνεται προσπαθούσα υπέρ Τούρκων. Αλλά πώς ανθρώπου βουλή δύναται να υπερβή νόμονς ιστορικούς άνωθεν εψηφισμένους; Ήσαν τότε η πολυθεΐα και το κράτος της Ρώμης καταδεδικασμένοι εις θάνατον, καθώς τα νυν βαίνει προς τον τόπον της καταδίκης ο Μωαμεθανισμός. Πελώριον ήτο το σχέδιον αυτό, αλλά προσκόμματα επί προσκομμάτων ανεφύοντο καθ' εκάστην. Ο Διοκλητιανός απολέγεται, απελπίζεται, και μετ' ολίγον του θρόνου παραιτούμενος, αποθνήσει προαισθανόμενος της πολιτείας την καταστροφήν.

Ή αποτυχία του Διοκλητιανού φωτίζει τον διάδοχόν του. Ήγγιζεν, άλλως τε, η ώρα, καθ' ην έμελλεν η Ελλάς να μεταβή εις νέαν φάσιν πολιτικήν, να εισέλθη εις το ωρισμένον στάδιον της ενοποιήσεως. Ακατόρθωτον κρίνας ο Κωνσταντίνος της ετοιμορρόπου ρωμαϊκής πολιτείας την επανόρθωσιν διά μέσου της πολυθεΐας, αποφασίζει και επικυροί το παράβολον σχέδιον του αποκεφαλίσαι την Ρώμην, του χωρίσαι τον αυτοκράτορα από της βασιλευούσης. Άδεται, ότι και ο Ιούλιος Καίσαρ είχε προηγουμένως συλλάβει τοιούτον τινά σκοπόν. Ο ανακαινισμός της πολιτείας είχε βέβαια χρείαν και θρησκεύματος καινοποιού· η δε μήτηρ του Κωνσταντίνου, το βάπτισμα παραλαβούσα, επί στόματος είχεν ελπίδας, ανάστασιν, αναμόρφωσιν. Τι λοιπόν πλέον; Η πίστις ην εζήτει, εφώλευεν υπό την στέγην του αυτήν. Ο καινοτόμος αυτοκράτωρ στρέφει το βλέμμα προς τον χριστιανισμόν, δηλαδή προς Ανατολήν· και αληθής τυχοδιώκτης εστεμμένος, την Ρώμην παραδίδων εις διάθεσιν της θεάς Τύχης της, απέρχεται εις την Ελλάδα, εις την πατρίδα του πριν μεν αγνώστου, νυν δε αποκεκαλυμμένου Θεού.

Ο Ελληνικός κόσμος ην τότε, ως είρηται, διηρημένος εις δύω στρατόπεδα. Οι μεν αρνούμενοι την Ενσάρκωσιν, έλεγον τον Χριστόν άνθρωπον ψιλόν, ότι ο Ιησούς ουδέποτ' άλλως ωνόμασεν εαυτόν, ή Υιόν Ανθρώπου· οι δε ελάτρευον αυτόν ως Θεόν και επρέσβευον το τρισσόν της θεότητος. -Πότερον των δύω δογμάτων θέλει προτιμήσει ο την πάτριον πολυθεΐαν αποταχθείς αυτοκράτωρ, και εις ζήτησιν νέας πίστεως ελθών εις Βυζάντιον;

Τούτο, ή εκείνο προς αυτόν αδιάφορον. Εν μόνον απαραιτήτως θέλει, εν μόνον βούλεται, την ενότητα του δόγματος, διά την ενότητα της πολιτείας· αυτήν, χωρίς της οποίας δεν δύναται να εμπεδώση το πολιτικόν του οικοδόμημα. Ο Κωνσταντίνος όρον και τούτοις και εκείνοις τίθησι την ομοφροσύνην των νέων υπηκόων, την αδιάρρηκτον στερεότητα του εδάφους, εφ' ου προυτίθετο να στήση τον θρόνον του. Αν δε ο Χριστός ην Θεός ή άνθρωπος, τι εντεύθεν; Πίστιν ήθελεν μόνον, Religionem ad religationem, τα δε καθέκαστα μεταξύ των οι θεολόγοι διασαφήσωσιν.

Ασύνετος η γνώμη του Κωνσταντίνου· διότι, πως χωρίς Τριάδος, την μονοθεΐαν του ιστορικού κόσμου διακρινούσης από της μονοθεΐας της Παλαιάς Διαθήκης, πώς χωρίς τρισυποστάτου θεαρχίας εκροτείτο σύστημα πολιτικόν άμα και θρησκευτικόν, ιστορικόν ενταυτώ και ιερόν; Χωρίς δε τινος υπερανθρώπου συγχρόνως και ιστορικού θρησκεύματος αντικατασταθησομένου εις το κενόν της μυθοθρησκείας, επί τίνων θεμελίων ήθελε βασίσει τον θρόνον του;

Ο Ισαπόστολος κληθείς Κωνσταντίνος παραδίδει την έκβασιν του σκοπού του εις διαλεκτικήν θεολόγων συζήτησιν. Πράξις άβουλος, την Ευρώπην όλην διακυβεύσασα εις τινας ολίγας συνεδριάσεις ιερέων.

Η πρώτη των Οικουμενικών συνόδων συγκαλείται. Τρεις δε ιδέαι παρουσιάζονται εις την Σύνοδον αυτήν, την κυριαρχίαν του κόσμον διαφιλονεικούσαι. Προβαίνει μεν εις το πρόσωπον του Αρείου ο Ιουδαϊκοελληνικός λόγος της Αλεξανδρείας, ο λόγος ο ανυπόβλητος τη του καθολικού λόγου εξουσία. Προέρχεται δε εις απόκρουσιν αυτού ο Αθανάσιος, αντιπρόσωπος του καινού Ελληνισμού, νομοθέτης πίστεως και πνευματικής ενότητος, διδάσκαλος ανακοσμοποιήσεως κοινωνικής συνάμα και εθνικής. Εν δε τω μέσω των ανταγωνιστών αμφιπτερυγίζει ο έκδημος Ρωμαϊκός αετός. Ο Άρειος υπέρμαχος του παρελθόντος, ο Κωνσταντίνος διατάκτης του παρόντος· ο Αθανάσιος δογματοθέτης του μέλλοντος, τουτέστι λόγος ιστορικός, λόγος πολιτικός, λόγος πνευματικός, ιδού αι τρεις ιδέαι αίτινες συνέρχονται εις την εγκαίνισιν του Ελληνικού μεσαιώνος, εις την συγκρότησιν της Οικουμενικής εκείνης σννελεύσεως.

Ενίκησεν η ευγλωττία του Αθανασίου, ή υπερίσχυσεν η πίστις του χύδην όχλου, αποφανθείσα τη ψήφω 318 Πατέρων; Πιθανώτερον το δεύτερον. Μετ' ολίγον και Β'. Σύνοδος συναθροίζεται. Αλλά και τοι Οικουμενική ωσαύτως, οικουμενικά δεν αποβαίνουσι ταύτης τ' αποτελέσματα, ως τα της προηγουμένης. Το ιθαγενές στοιχείον υπερκρατεί. Η επί Θεοδοσίου Σύνοδος δεν συνέρχεται εν Νικαία, καθώς η επί Κωνσταντίνου, αλλά συνεδριάζει εν αυτή τη βασιλενούση· σύγκειται δε υπό πατέρων Ελλήνων καθ' ολοκληρίαν, μηδενός ελθόντος από της Δύσεως· σύμπτωμα τρανόν ελληνικής ζωτικότητος. Το Σύμβολον της Β' ταύτης σαφηνίζει, διατυποί, δογματοποεί την μεταξύ Ενανθρωπήσεως και Πανελληνίον συναφθείσαν συνθήκην· γίνεται κέντρον θεόπηκτον, περί το οποίον και Μεσαιών και Αναγέννησις θέλουσι στραφή μέχρι τελεσφορίας· κρίκος συνείρων την Ελλάδα του Πλάτωνος προς την του Παύλου, την του Χρυσοστόμου και την της εν Επιδαύρω Συνελεύσεως. Ό,τι δε θέλει ενεργήσει ο Παπισμός υπέρ της Νεολατινικής αναμορφώσεως, τούτ' αυτό θέλει κατορθώσει η Β'. Σύνοδος υπέρ της χριστιανικής Ελλάδος. Χαράσσει τας πρώτας της Αναγεννήσεως γραμμάς· προετοιμάζει τας αναγκαίας Ανατολής και Δύσεως διακρίσεις, παρασκευάζει το αυθυπόστατον και ιδιοπρόσωπον της ενότητος. Τις αγνοεί, ότι το Σύμβολον αυτό διέστηκε τον νεώτερον Ελληνισμόν από της Δυτικής πολιτείας όσον απέχουσιν Ανατολαί από Δυσμών;

Έτερον αξιοσπούδαστον· ο Όρος της Α' . Συνόδου διχοτομεί τον Ρωμαϊσμόν εις πρεσβύτερον και νεώτερον, καθώς το της Ενσαρκώσεως δόγμα διείλε προηγουμένως τον Ελληνισμόν εις παλαιόν και καινόν. Τόπος δε συνοχής των ανακαινισθέντων δύω τούτων ημικοσμίων της πολυθεΐας τίθεται το Βυζάντιον, η μεσαιτάτη των Δωριέων πόλις, ήν μασχάλην Ελλά δος εκάλεσαν oι παλαιοί. Εντεύθεν, κατά λόγον ιστοριονομικόν, Νέα Ρώμη δηλοί Νέας Αθήνας, σημαίνει εστίαν Πανελληνίου χριστιανικού και γαρ Ελληνικός ο πληθυσμός. Το Ευαγγέλιον μετέβαλε τους Έλληνας εις Χριστιανούς, νυν δε το Πιστεύω μετονομάζει αυτούς Νεορωμαίους, ή απλούστερον Ρωμαίου· φάσις ονοματική δευτέρα, σημειούσα την μετάστασιν του μεσαιώνος εις κύκλον ενεργείας ειδικώτερον, και υπό την ψευδωνυμίαν εθνικώτερον, επειδή Ρώμη επί του παρόντος ουδέν άλλο εκφράζει, ή την σύμπηξιν των Ελληνικών λαών εις μοναρχικήν πολιτείαν μίαν και αδιαχώριστον. Tο ιθαγενές στοιχείον άλλως τε, δεν βραδύνει και πασίδηλον να καταστήση την κυριαρχίαν του επί της πολιτείας αυτής. Λέων ο Θράξ καλείται Μέγας . Διατί; Άρα δια την μεγαλοφυΐαν του; Αλλ' όσα οι χρονογράφοι διηγούνται δεν δικαιολογούσι το επίθετον. Tο εξηγούμεν ημεί· ο Λέων ούτος πρώτιστος των αυτοκρατόρων Έλλην το γένος και το δόγμα, αθετεί την περί βασιλείας ρωμαϊκήν του Κωνσταντίνου παράδοσιν, και πολίτευμα εγκαινίζων ιθαγενές, δέχεται τα μεν σκήπτρα παρά της εγχωρίου Συγκλήτου, το δε στέμμα εκ χειρών του αρχηγού της Ελληνικής Εκκλησίας (457 μ.Χ.). Δι' αυτού, η Α'. Σύνοδος καθυποτάσσει την Νέαν Ρώμην υπό την εξουσίαν της, πριν ή συμπληρωθή μία και ημίσεια εκατονταετηρίς.

Εντοσούτω παγιωθείσης υπό της Β' . Συνόδου της πνευματικής εξουσίας, άρχεται ο πόλεμος ο υπέρ ενότητος. Ο Άρειος απήλθεν, αλλ' η Αίρεσις απομένει. Ο ατομικός λόγος των σοφιστών και φιλοσόφων μετεμψυχούμενος εις τους Απολλιναρίους, τους Μακεδονίους, τους Ευτυχίους, τους Πελαγίους, και ετέρους θεολόγους του αυτού φυράματος, μη παραδεχομένους την αρχήν της ομοπιστίας, κινεί μάχην πεισματώδη κατά του Δόγματος. Μάχην δ' ωσαύτως κινεί και η μοναρχία, και τοι διά Κωνσταντίνου συντεθείσα τη Εκκλησία. Αν γαρ ούτος ωμολόγησε την Σύνοδον, όμως ο υιός του Κωνστάντιος νοσεί τα του Αρείου. Και ο μεν Ιουλιανός καταδιώκει τους Γαλιλαίους (Χριστιανούς), ο δε Ουάλης αποστρέφεται τους ορθοδόξους· αιρετικός δε ο Αναστάσιος, και αιρετικοί επίσης , έτεροι βασιλεις. Διό το Σύμβολον διάκειται απ' αρχής εκτεθειμένον εις την διττήν αντενέργειαν της μοναρχίας και του ασυνθέτου Ελληνισμού.

Διαρκεί η ασυμφωνία επί 500 περίπου ενιαυτούς, απο Κωνσταντίνου του Χλωρού μέχρι Βασιλείου του Μακεδόνος· περίοδος οργασμού, ταραχής, δημωδών στάσεων, καθ' ην η πολιτεία ουκέτι εδραίως επί των θεμελίων της βεβασισμένη, αμφοτερίζει νυν μεν προς την πνευματικήν διχόνοιαν, νυν δε προς τον βασιλικόν δεσποτισμόν. Βέβαια, η ασυμφωνία δεν κωλύει την βαθμιαίαν του στέμματος εξελλήνισιν, επειδή, είτε αρειανός, ή μονοφυσίτης, ή μονοθελήτης ο αυτοκράτωρ η είτε τουναντίον ενωτικός και ορθόδοξος, πάντοτε σύμβουλον έχει και χειραγωγόν αφ' εκατέρων τον Ελληνισμόν. Όθεν, βλέπομεν απ' αρχής τον μεν Ιουλιανόν (361-363 μ.Χ.) ελληνιστί φιλοσοφούντα και συγγράφοντα, τον δε Θεοδόσιον νυμφευόμενον εις ποιήτριαν Αθηναίαν (383-408) τον δε Ζήνωνα εκδίδοντα ελληνιστί το Ενωτικόν αυτού (474-491), τον δε Μαυρίκιον και αυτόν ελληνιστί συντάσσοντα το περί Πολεμικής Τέχνης βιβλίον του. Αλλ' η εξελλήνισις αύτη των ανακτόρων λυσιτελής δεν αποβαίνει, πριν ή τεθή η Αίρεσις υπό πόδας της Συνοδικής αυθεντίας, και πάντες ομοθυμαδόν, άρχοντές τε και σοφοί, ομολογήσωσι την ανάγκην της ομοδογματίας. Τότε μόνον, καταπαυθέντων των εμφυλίων διαπληκτισμών, Ιστορία, Βασιλεία τε και Θρησκεία, δηλαδή παρελθόν, παρόν, και μέλλον της Ελληνικής πολιτείας, συμφώνως συνεργαζόμενα, θέλουσι στερεώσει τον εθνισμόν του υπηκόου.

Τι δε το προκαλούν, τι το προβιβάζον των ζωτικών τούτων οργάνων την συνοικονόμησιν; Αφορμαί συνήθως εξωτερικαί· μάλιστα πάντων η βαρβαρότης, υπό πρόσχημα διττόν εκστρατεύουσα κατά Κωνσταντινουπόλεως. Η ειδωλολατρεία των Περσών, και η μονοθεΐα των Αράβων εξ Ασίας ορμώμενοι αμφότεραι, επαπειλούσιν ου μόνον την επικράτειαν, αλλά και την Εκκλησίαν αυτήν, αλλά και πάσαν έτι παιδείαν και προγονικήν παράδοσιν. Όμως, η τριπλή του Χοσρόου και των Καλίφων προσβολή παράγει κατ' ολίγον την τριπλήν των Βυζαντινών αρχών συμμαχίαν. Διά τούτο, εκάστη των τεσσάρων μεγάλων πολιορκιών, αίτινες στενούσιν εντός μιας εκατονταετηρίδος την Κωνσταντινούπολιν, ωθεί και κοινωνίαν και πολιτείαν εις τα πρόσω, προξενεί σύμπνοιαν εθνοσωτήριον, επάγει αρμονίαν παιδείας, θρησκεύματος, και θεσμών πολιτικών.

Συμβάλλει δε κατά δεύτερον λόγον εις την συνοικονόμησιν, και συμπληροί την εσωτερικήν αρμονίαν η πολυτάραχος εκείνη Είκονομαχία, εφεύρημα σύγχρονον του λεγομένου Γραικικού πυρός, όρμημα φιλοπατρίας, εν προόψει των Αραβικών τριήρεων αναπτερωθέν. Η Εικονομαχία σημειοί την είσοδον της Αιρέσεως εις στάδιον πάντως διάφορον του προτέρου. Διότι, αν ο Μονοθελητισμός, τελευταία του δόγματος προσβολή, εφιλονείκησε της Τριάδος την θεολογίαν, αλλά το αδέσποτον τούτο φρόνημα της εποχής των Ισαύρων, η Εικονομαχία, τας εξ προηγουμένας Συνόδους ομολογούσα, δεν προσβάλλει ειμή εκκλησιαστικάς τινας παραδόσεις, και περιορίζεται εις μόνην της λατρείας την μεταρρύθμισιν. Βέβαιον τουλάχιστον, ότι αύτη κλείει οριστικώς την περίοδον της Αιρέσεως και παρασκευάζει τον θρίαμβον της πνευματικής ενότητος. Από Ζ', Οικουμενικής Συνόδου και εφεξής, ο σύλλογος των πεπαιδευμένων, αποτασσόμενος τω πειρασμώ του λόγου του ατομικού, συντάσσεται τω εθνικώ λόγω της ομοδογματίας, θεραπεύων δε την επιστήμην και την γλώσσαν, αποτελεί το πρώτον και κεφαλαιότατον στοιχείον της Αναγεννήσεως.

Ουχ ήττον δε σπουδαία τ' αποτελέσματα, όσα πλαγίως και οιονεί δι' αντικοπής μεταλλάττουσι τα βυζαντινά εν τω υποκειμένω χρόνω. Η Εικονομαχία, ήτις ανάστατον εφ' εκατόν περίπου και πεντήκοντα ενιαυτούς ποιεί την Ανατολήν, συνεπιφέρει και κατά Δύσιν τας βαρυτέρας συνεπείας. Το ψήφισμα κατά των εικόνων διεγείρει την φιλαρχίαν των Παπών, οίτινες ολίγον κατ' ολίγον αποσυρόμενοι της προς τους αυτοκράτορας υποταγής, και δολίως εις την προστασίαν των Φράγκων ηγεμόνων προσφεύγοντες, υπεξαιρούσι την μέσην Ιταλίαν του ζυγού, και αυτοσχεδιάζουσι τον Παπισμόν, το γονιμώτερον των ιδρυμάτων του Ευρωπαϊκού μεσαιώνος. Χάριν δε τούτων, ο θρόνος του Αυγουστύλου μετ' ου πολύ επανορθούται, και νέα τις αυτοκρατορία Ρωμαϊκή αντιπαρατάσσεται τη Βυζαντινή την στιγμήν αυτήν, ότε η συμμάχησις του Κλήρου και των Συγκλητικών αναγκάζει την Βασίλισσαν Ειρήνην να καταργήση την Εικονομαχίαν, εισάγει δε τους εμπειροτέρους των λαϊκών εις τα υπέρτατα της Ελληνικής Εκκλησίας αξιώματα. Το πρώτον έτος της Θ'. εκατονταετηρίδος ευρίσκει και Ανατολήν και Δύσιν μεταμεμορφωμένας παντάπασι. Τρεις θρόνοι, ο της Κωνσταντινουπόλεως, ο της Ρώμης, και ο του Ακουϊσγράνου αντιποιούνται την Ρωμαϊκήν τιμήν αν και οι τρεις γεννήματα όντες των προσφάτων επαναστάσεων, ουδέν έχωσιν εν εαυτοίς γνήσιον Ρωμαϊκόν. Εν τούτοις, ο χωρισμός της υποκειμένης Ιταλίας, η κοσμική εξουσία των Παπών και η επανόρθωσις της Λατινικής αυτοκρατορίας απολείπουσι μεμονωμένην την μοναρχίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Ως δ' εκ τούτου, η Ελλάς αποκαλύπτεται τοις δυτικοίς λαοίς οία πραγματικώς ήν, ιδιόμορφος, αυθυπόστατος, ιδιότροπος υπό Γραικικήν ονομασίαν, πολιτεία μη τηρούσα την Ρωμαϊκήν προσηγορίαν, ή μόνον ένεκα φιλοπρωτίας και ματαίας επιδείξεως.

Τέλος πάντων, τας διχονοίας κορυφοί, τας αμοιβαίας αντιζηλίας εξάπτει, και τον σωτήριον χωρισμόν Ανατολής και Δύσεως συμπληροί το πολυθρύλλητον ζήτημα περί Πνεύματος Εκπορεύσεως, αυτό εις τας περιπετείας του οποίου εξαιρέτως οφείλει το γένος ημών την πολιτικήν ιδιοπροσωπίαν του, άρα και την ανέγερσίν του. Και γαρ ουδέν εν τω κόσμω συναποτελεί τοσούτον ενεργώς εις την εδραίωσιν της Νεοελληνικής εθνότητος, όσον η κατά συνέπειαν της Εικονομαχίας και του Παπισμού παρά Δυτικών τινων ιερέων επινοηθείσα προσθήκη τεσσάρων συλλαβών εις το Σύμβολον της Πίστεως.

Πάνσοφε Κύριε, διά τίνων μέσων ευτελών το φαινόμενον σώζεις από δεινών τους λαούς εν οις ηυδόκησας! Τι συνιστά το Σύμβολον τής Α'. καί Β'. Οικουμενικής Συνόδου; Συμβολή τις νοημάτων ακαταλήπτων. Και όμως, αυτό τούτο το μυστηριώδες σύνθημα εξώρκισεν επί 1500 ενιαυτούς παν πνεύμα διαιρέσεως, απωλείας, εκβαρβαρώσεως, υπέταξεν εις τους πόδας αυτού πάσαν δύναμιν ολεθρίαν. Τι γαρ άλλο, ή το Πιστεύω, συνέκοψε την πολυκέφαλον Ύδραν της Αιρέσεως, αυτήν, ήτις την πνευματικήν άμα και την εθνικήν του γένους ημών συμφωνίαν ήγαγε πολλάκις επί ξηρού ακμής; Τί άλλο, ή το Πιστεύω, υπέβαλε βαθμηδόν τη ηγεμονία του Ελληνισμού το άκαμπτον και ακαταμάχητον εκείνο Θέλω των Ρωμαίων; Oι στρατοί των Ούννων, των Ρώσσων, των Βουλγάρων, oι στόλοι των Περσών και των Σαρακηνών διεκόπησαν υπ' αυτού, ως διακόπτεται ύδατα. Αυτό δε το Σύμβολον διεμόρφωσεν επί Φωτίου και Κηρουλαρίου το Νεοελληνικόν Εγώ. Αυτό υπέσκαψε την Σταυροφορικήν κατάκτησιν, διέλυσε σχέδια Λατινεπισκόπων θανάσιμα εις χρόνους ότε άλλην δεν είχον oι πατέρες μας ιεράν άγκυραν, πλην της μισαλλοδοξίας της εκ του Σχίσματος, και της αφοσιώσεως εις τας πατρίους παραδόσεις. Δι' αυτού κατεβλήθη ο αλλοφυλισμός, ώστε όσοι βάρβαροι παρ' ημίν κατεστάθησαν, εκόντες άκοντες συνεζεύχθησαν τω δίφρω της ημετέρας ιστορίας. Αυτό περιέσωσεν εν Φλωρεντία την κατάδικον και επιθάνατον Αναγέννησιν διά του φερωνύμου Ευγενικού. Αυτό ηνάγκασε τον Μωάμεθ να παραχωρήση προνόμιά τινα τοις δεδουλωμένοις, ενώ συγχρόνως ώπλιζε την δεξιάν του Καστριώτου τη ρομφαία της διαμαρτυρήσεως. Και επί πάσι τούτοις, τι άλλο, ή το Πιστεύω, περιεθωράκισε την ορφανήν φυλήν απέναντι του Τουρκικου προσηλυτισμου, και ώ του θαύματος! από της εξωλεστέρας των Ευρωπαϊκών κατακτήσεων σώους διεφύλαξε και αβλαβείς τους όρους της επαγγελίας...; Μή μακρολογώμεν· η ιστορία του Πιστεύω είναι η αυτή της ημετέρας εξαγοράσεως. Χωρίς μεν αυτού, ηθέλομεν είσθαι προ πολλού συγκεχυμένοι εις λαούς βαρβάρους και δυσγενείς, καθώς νάματα ρύακος μικρού εις ρεύματα ποταμών μεγάλων εισβάλλοντα, συγκιρνώνται και χάνονται. Δι' αυτού δε, κύρος και σφραγίς Θεότητος εντετύπωται τη παρελθούση και τη μελλούση ημών πολιτεία τύπος ζώντος Θεού σφραγίς αποστολής και σωτηρίας ανεξαλείπτως ενεχαράχθησαν επί του βίου μας.

Βίος πλανήτου, πολυπαθούς Οδυσσέως, όστις υφ' ενός και μόνου πόθου καταφλεγόμενος, του πόθου της πατρίδος, αλήτης περιέρχεται χώρας αγνώστους, πελάγη αδιαπόρευτα, νυν μεν ως άναξ, είτα δ' ως επαίτης, άλλοτε δ' άλλως, όμως υφ' οιονδήποτε σχήμα διά στόματος έχων απανταχού την λύπην της ξενιτείας, την του νόστου νόστιμον επιπόθησιν! Δολερά θέλγητρα Κίρκης, απατηλαί Σειρήνων μελωδίαι, έρωτες Καλυψούς δεν ελαττούσιν εις την καρδίαν του της παλινοστήσεως την επιθυμίαν. Εις επαναμνήσεις οικιακάς εμπεριφραττόμενος, και την Ιθάκην του αναπεμπάζων νυχθημερόν, δέχεται μεν καθ' οδόν περιποιήσεις και φιλοδωρήματα, όμως ανά πάσαν επίβουλον πρότασιν φράσσει τα ώτα κηρώ. Κίκονες βάρβαροι φονεύουσι τους συντρόφους του· Κύκλωπες παμφάγοι τον αιχμαλωτίζουσι· Λαιστρυγόνες τον καταδιώκουσιν· οργή Ποσειδώνος εγείρει κατά του ευτελούς του πλοίου την λύσσαν ανέμων και κυμάτων. Αλλ' ενώ oι περί αυτόν, υπό τερατευμάτων δελεαζόμενοι, εις κτήνη μεταμορφούνται, ούτος, αγχινούστερος των άλλων ων, απαλλάσσεται του τρομερού Πολυφήμου, το ίδιον όνομα απογινώσκων, και το ψευδώνυμον Ούτις παραδεχόμενος. Τελευταίον, μετά πολυχρόνιον απουσίαν και παντοίας κακουχίας, εις τας όχθας της φίλης γης αποβιβάζεται, γνους εξ ιδίας πείρας πόλεις και ανθρώπων ήθη, και εκ των παθημάτων μαθήματα λαβών. Ο δε ακλόνητος τη πατριωτική καρτερία σώας εις τους κόλπους των οικείων ανευρίσκει την πίστιν και την αφοσίωσιν. Πιστός γαρ ο Εύμαιος, πιστός ο Άργος, πιστοί και άλοχος, και τέκνον, καί θεράποντες. Μνηστήρες πολλοί την σεμνήν Πηνελόπην περικυκλώσαντες, επωφθάλμισαν τη δεξιά της χήρας. Αλλ' ιδού, ο άγνωστος πλάνος παλινώστησεν· ο ψευδώνυμος Ούτις ανέλαβεν ήδη την πάτριον ονομασίαν, την ένδοξον επίκλησίν του, εν δε τη παρουσία του νομίμου βασιλέως τε και συζύγου θρηνούσιν oι μνηστήρες την μακράν και ματαίαν αλληλομαχίαν των!

Αρκούσι τα βραχέα ταύτα εις προθεωρίαν των επομένων. Το δε μόνον επειράθημεν πρόδηλον συντόμως να καταστήσωμεν· ότι της Νεοελληνικής εθνότητος αι πηγαί υποβλύζουσιν υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της Θείας Ενανθρωπήσεως· αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου· ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον από Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον, ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι. 

Προηγούμενη Σελίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου