Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Δαμιανός Βασιλειάδης, Υποψηφιότητα στην Β΄ Αθηνών ως εκπρόσωπος των Πατριωτικών Δυνάμεων του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, συνεργαζόμενος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες

Αγαπητέ συμπατριώτη,
υποβάλω υποψηφιότητα στην Β΄ Αθηνών ως εκπρόσωπος των Πατριωτικών Δυνάμεων του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ, συνεργαζόμενος με τους Ανεξάρτητους Έλληνες.:
Σε αντίθεση με Έλληνες πολίτες που ακολουθούν προσωπική ή κομματική στρατηγική και τους διακρίνει ιδιοτέλεια, επιλέγω και στηρίζω μια ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, η οποία  δεν είναι ούτε δεξιά, ούτε αριστερή, ούτε εθνικιστική, ούτε διεθνιστική, αλλά καθαρά πατριωτική, γιατί συνδυάζει τα θέματα της Εθνικής Ανεξαρτησίας με τα κοινωνικά, δηλαδή τα εθνικά με τα οικονομικά.
Συνεργάζομαι με τα πατριωτικά κινήματα, στα οποία συγκαταλέγονται και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες.
Η επιλογή σου θα καθορίσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα, θετικές ή αρνητικές.
Αν θέλεις άξιους αντιπροσώπους (με ήθος και ανιδιοτέλεια) στην Βουλή, μάθε από το κατωτέρω βιογραφικό, ότι ένας απ’ αυτούς είναι και o Δαμιανός Χ. Βασιλειάδης. Κρίνε και πράξε!

Βιογραφικό σημείωμα
Ο Δαμιανός Βασιλειάδης, εκπαιδευτικός, καθηγητής Γερμανικών, συγγραφέας, φοίτησε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της γενέτειράς του, Φλώρινα και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου σπούδασε Παιδαγωγικά, Ψυχολογία και Γερμανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Πήρε ενεργό μέρος στο ελληνικό και γερμανικό φοιτητικό κίνημα και στην ίδρυση της Ποντιακής Λέσχης Μονάχου, ως ιδρυτικό στέλεχος.
Η δικτατορία τον βρήκε στο Μόναχο. Εντάχτηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα και με τη δημιουργία από τον Ανδρέα Παπανδρέου του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος) υπήρξε από τα ιδρυτικά του στελέχη.
Επί σειρά ετών σε υπεύθυνες θέσεις του Κινήματος διετέλεσε το 1973 - 74 Γενικός Γραμματέας των οργανώσεων Δυτικής Γερμανίας, Δυτικού Βερολίνου των Φίλων του ΠΑΚ Ήταν μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΚ, υπεύθυνος του ΚΕΜΕΔΙΑ (Κέντρου Μελετών και Διαφώτισης), του ανώτατου καθοδηγητικού οργάνου του Κινήματος, επί ΠΑΚ και ΠΑΣΟΚ και μέλος της πρώτης Κεντρικής Επιτροπής του. Ως υπεύθυνος του ΚΕΜΕΔΙΑ διεύθυνε τις εργασίες και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγγραφή της 3ης του Σεπτέμβρη.
Συνέβαλε ενεργά και καθοριστικά τόσο στις θεωρητικές διεργασίες του ΠΑΚ και ΠΑΣΟΚ (ιδεολογικές, πολιτικές, οργανωτικές), όσο και στη δράση τους.
Είναι παντρεμένος με την Αγάπη Αναστασάκου και έχει δύο κόρες.
Παραιτήθηκε το 1977, διαπιστώνοντας οριστική απόκλιση της διακηρυγμένης θεωρίας από την πολιτική πρακτική του Κινήματος.
Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της πολιτικής κίνησης «Άμεση Δημοκρατία» με πρόεδρο τον Μανώλη Γλέζο και υπεύθυνος της ομάδας του ΠΑΚ που μετείχε, ως μία από τις τρεις συνιστώσες, στην πρωτοβουλία αυτή. Για ένα διάστημα υπήρξε μέλος της ΚΕ του ΔΗΚΚΙ.
Διετέλεσε επί δύο δεκαετίες πρόεδρος της μη κερδοσκοπικής εταιρείας «Ελληνοκουρδική Ένωση Φιλίας».
Χρημάτισε επί σειρά ετών Γενικός Γραμματέας του «Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού» και του «Κέντρου Έρευνας και Πολιτικού Προβληματισμού». και  της Πανελλήνιας Ένωσης Ποντίων Αξιωματικών «Αλέξανδρος Υψηλάντης».
Είναι ιδρυτικό μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, από την ίδρυσή του το 1996, υπεύθυνος για τη Γερμανία,. μέλος της Επιτροπής Ενημερώσεως επί των Εθνικών Θεμάτων και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Διεθνούς Δικτύου των Φίλων της Φύσης.
Ως εκπαιδευτής ορεινής πεζοπορίας και οδηγός βουνού καθιέρωσε πρώτος τις ήπιες μορφές τουρισμού στην Ελλάδα, (ορειβασία, ορεινή ποδηλασία κλπ.), δρώντας στον τομέα της προστασίας και σωστής αξιοποίησης της ορεινής φύσης.
Συνέγραψε το βιβλίο ΠΑΚ ΠΑΣΟΚ, Μύθος και πραγματικότητα, εκδ. «Διάλογος», Αθήνα 1977, τη μελέτη Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2006, το Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη, εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2007, καθώς και τη μελέτη: Ο Μαρξ, ο Λένιν, ο Γκράμσι και η πολιτισμική ηγεμονία της Αριστεράς. εκδ. «ΚΨΜ», Αθήνα 2011.
Το βιβλίο: Παγκοσμιοποίηση, Νέα Τάξη και Ελληνισμός, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 2012. Επίσης το βιβλίο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός ή Αποκεντρωτισμός ή Αυταρχική συγκεντρωτική ή δημοκρατική αποκεντρωτική εξουσία, εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2014 και το εγχειρίδιο: Πανεθνικό - Παλλαϊκό Κίνημα, εκδ. «Γόρδιος», Αθήνα 2014.
Επιμελήθηκε τη βιογραφία του πατέρα του, που ήταν πέντε φορές πρόσφυγας με τίτλο: Ο Λάμπον α σο Καρς ή Η Οδύσσεια ενός Ποντίου από τον Καύκασο, εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 2013.
Συνέγραψε μελέτες και  δημοσιεύει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά.
Παραμένει σταθερά στη διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης, μετέχοντας ενεργά στην κοινωνική και πολιτική  ζωή της χώρας.
Ηλεκτ. διεύθυνση: damon@damonpontos.gr., τηλ. 210 6713526, κιν. 0030 6937013391. Ιστολόγιο: www.damonpontos.gr

Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827)



Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Iούλιος 1827) η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία καλούσαν τους δύο εμπολέμους να σταματήσουν τις εχθροπραξίες και να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις. Στην πραγματικότητα οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις είχαν συμφωνήσει, καθεμιά για τους δικούς της λόγους, να κάνουν οτιδήποτε κρινόταν αναγκαίο, ακόμη και πολεμική επιχείρηση, ώστε να υποχρεωθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους. Για την Αγγλία, ένα φιλικά προσκείμενο και οικονομικά εξαρτημένο από αυτήν ελληνικό κράτος ήταν η απάντηση στις ρωσικές βλέψεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Όσο για τη Γαλλία, ακολουθούσε το θετικό για την ελληνική πλευρά ανταγωνισμό των δύο άλλων χωρών, μάλλον για να μην απομονωθεί από τις εξελίξεις σε αυτήν την τόσο σημαντική από οικονομικής και γεωπολιτικής πλευράς περιοχή.
Έτσι, οι στόλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας που ήδη είχαν καταφτάσει στο Ιόνιο Πέλαγος ήταν επιφορτισμένοι να αποτρέψουν κάθε θαλάσσια πολεμική ενέργεια, ακόμη και τη μεταφορά ενόπλων, πυρομαχικών και εφοδίων. Οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου, χωρίς το μυστικό άρθρο, επιδώθηκαν στην ελληνική πλευρά στα μέσα Αυγούστου 1827 και κατά τα τέλη του ίδιου μήνα έγιναν αποδεκτοί. Παρόλα αυτά ένα τμήμα του ελληνικού στόλου συνέχιζε να πραγματοποιεί επιχειρήσεις στον Κορινθιακό. Κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου η συνθήκη κοινοποιήθηκε και στον Ιμπραήμ που κράτησε επιφυλακτική στάση αναμένοντας οδηγίες από την Υψηλή Πύλη. Ούτε κι αυτός ωστόσο φάνηκε να συμμορφώνεται με το κάλεσμα της άμεσης ανακωχής και επιχείρησε στα τέλη του Σεπτεμβρίου να μεταφέρει ενόπλους από το Ναβαρίνο, όπου βρισκόταν ο στόλος του, στην Πάτρα. Οι δικές του ενέργειες δεν αντιμετωπίστηκαν με την ίδια ανεκτικότητα. Στις 8 Οκτωβρίου οι στόλοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας εισήλθαν στον κόλπο του Ναβαρίνου και συγκρούστηκαν με τον αιγυπτιακό. Μέσα σε τέσσερις ώρες πυκνού κανονιοβολισμού τα λιγότερα αλλά καλύτερα εξοπλισμένα συμμαχικά πλοία (περίπου 30 έναντι 90) κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά τον αντίπαλο στόλο.
Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε πολεμικές προετοιμασίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, προς την οποία στράφηκε η οργή των Οθωμανών. Παρά τις προσπάθειες ιδίως της Αγγλίας να εκτονώσει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, ο νέος ρωσο-οθωμανικός πόλεμος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1828. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου οι τρεις Δυνάμεις συμφώνησαν για την αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο, τα οποία θα επέβλεπαν την ολοκλήρωση της αποχώρησης του Ιμπραήμ. Δεκατρείς μήνες αργότερα, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1829 η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει αποδεχόμενη μεταξύ άλλων αξιώσεων της ρωσικής πλευράς την αποδοχή των αποφάσεων της τριπλής συμμαχίας για το ελληνικό ζήτημα. Επτά χρόνια μετά την έναρξή της η ελληνική επανάσταση έβρισκε μιαν απροδόκητη (μετά την υποχώρησή της στο πεδίο των μαχών κατά το 1825-1827) δικαίωση στο πεδίο της διεθνούς διπλωματίας. Εκείνο που έμενε πλέον να προσδιοριστεί ήταν ο βαθμός της ανεξαρτησίας και τα σύνορα του ελληνικού κράτους.





Οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους έγινε το Ναυαρίνο


navarino-navmahiaτου Μελέτη Η. Μελετόπουλου*
    Κάθε σημαντική εθνική προσπάθεια επιτυγχάνει χάρις στον σωστό στρατηγικό σχεδιασμό και την διπλωματική δράση. Αλλά απαιτείται και η κατάλληλη και ευνοϊκή διεθνής συγκυρία, την οποία κάθε έθνος που επιδιώκει έναν μεγάλο σκοπό οφείλει να εντοπίζει, να αναλύει σωστά και να εκμεταλλεύεται.
    Τον στρατηγικό σχεδιασμό, στην Ελληνική Επανάσταση, εξασφάλισε με γνώση, εμπειρία και ψυχραιμία ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όχι εξ αποστάσεως, αλλά πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του πυρός. Την διπλωματική δράση χειρίστηκε ιδιοφυώς ο Ιωάννης Καποδίστριας, θυσιάζοντας την θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσσίας. Υπήρξε όμως και η διεθνής ευνοϊκή συγκυρία, χωρίς την οποία η Επανάσταση δεν θα είχε οδηγήσει στην ίδρυση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Η συγκυρία έγινε ευνοϊκή γιά τους επαναστατημένους Έλληνες αργά αλλά σωτήρια. Και εκδηλώθηκε στο Ναυαρίνο.
    Ας απορρίψουμε, κατ’ αρχάς, ως αστείο το σενάριο του «θερμού επεισοδίου», δηλαδή την «κατά τύχην» έκρηξη της ναυμαχίας. Τρεις μεγάλοι στόλοι, ο Βρεταννικός, ο Γαλλικός και ο Ρωσσικός, βρίσκονταν ήδη συγκεντρωμένοι στα Μεσσηνιακά ύδατα, γεγονός που καταρρίπτει την θεωρία του τυχαίου, εκτός εάν θεωρήσουμε ότι τυχαία βρέθηκαν και οι στόλοι στο σημείο της ναυμαχίας. Η επίσημη δε αποκήρυξη του ναυάρχου Κοδριγκτώνος από την βρεταννική κυβέρνηση ήταν ο μόνος τρόπος ώστε η (πάντα πολυεπίπεδη) βρεταννική εξωτερική πολιτική να διατηρήσει την επιρροή της στη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
    Ο Φιλελληνισμός έπαιξε οπωςδήποτε σημαντικό ρόλο. Η δράση των φιλελληνικών κομιτάτων σε ολόκληρον τον κόσμο (από την Αμερική μέχρι την Ρωσσία), το «Ελληνόπουλο» του Βίκτωρος Ουγκώ, οι συγκλονιστικοί πίνακες του Ντελακρουά, ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνος στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, οι τουρκικές θηριωδίες και η ελληνική αυτοθυσία, και κυρίως ο αδιάλλακτος, χωρίς επιστροφή, αγώνας των Ελλήνων γιά την Ελευθερία, είχαν συνταράξει τις συνειδήσεις σε ολόκληρον τον δυτικό κόσμο. Είχε γίνει σαφές ότι επρόκειτο γιά την μάχη ενός μικρού, πανάρχαιου έθνους γιά την απελευθέρωσή του από την οθωμανική βαρβαρότητα.
    Σε δεύτερο επίπεδο, έπαιξε όμως ρόλο ένα καθόλου ευκαταφρόνητο οικονομικό ζήτημα: οι τραπεζίτες του Λονδίνου, όπως ο Χάμπρο, που δάνεισαν τις επαναστατικές κυβερνήσεις με στερλίνες, είχαν εκδώσει ομόλογα με υψηλό επιτόκιο. Οι ομολογιούχοι θα ελάμβαναν πίσω το ποσόν με τον προβλεπόμενο τόκο μετά την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης. Όμως η έλευση του Ιμπραήμ, το 1825, έθεσε σε κίνδυνο την προοπτική της ίδρυσης νεοελληνικού κράτους. Οι ομολογιούχοι ήσαν πλέον χιλιάδες, και σε περίπτωση αποτυχίας της Επανάστασης η βρεταννική οικονομία αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο «κραχ». Οπότε ασκήθηκε ισχυρή πίεση στον πρωθυπουργό Γεώργιο Κάννιγκ να επιλύσει το θέμα. Και το επέλυσε. Διότι, όπως κάποτε είπε ο Πάλμερστων, «η Μεγάλη Βρεταννία δεν έχει μόνιμους φίλους αλλά μόνιμα συμφέροντα».
    Σε τρίτο, ακόμη σκοτεινότερο επίπεδο, υπάρχει το φάντασμα του Μωχάμετ Άλυ. Ο ιδιοφυής και ικανότατος Αλβανός αξιωματικός του οθωμανικού στρατού, κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία στην οθωμανική Αίγυπτο και αναγνωρίστηκε το 1806 από τον σουλτάνο ως κυβερνήτης της. Ο Άλυ είχε μεγαλώσει στην Καβάλα, όπου ως παιδί είχε θαυμάσει το ελληνικό δαιμόνιο στην οικονομία και στις τέχνες. Μετακάλεσε λοιπόν στην Αίγυπτο Έλληνες, οι οποίοι οργάνωσαν την αιγυπτιακή οικονομία, τις βαμβακοφυτείες, την ναυσιπλοία του Νείλου, το τραπεζικό σύστημα, το εμπόριο κλπ.  Σε στρατιωτικό επίπεδο, ο Μωχάμετ Άλυ προσέλαβε Γάλλους αξιωματικούς και οργάνωσε υπερσύγχρονο στρατό.
    Σύντομα ο δαιμόνιος πασάς της Αιγύπτου αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός, ώστε να διανοηθεί να γίνει Χαλίφης στην θέση του Χαλίφη. Ακολούθησε, λοιπόν, πολιτική επέκτασης της εξουσίας του, με σκοπό να υποκαταστήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το 1822 άρχισε επεκτατικούς πολέμους, καταλαμβάνοντας διάφορες οθωμανικές επαρχίες (Νουβία, Αβησσυνία κ.ά.).
    Όταν ο Οθωμανός σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ είχε περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο λόγω της Ελληνικής Επανάστασης, ο Μωχάμετ Άλυ προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει όχι από φιλανθρωπικά αισθήματα, αλλά διότι εκεί διείδε μία μεγάλη ευκαιρία: συντρίβοντας την Επανάσταση θα μπορούσε στην συνέχεια να διεκδικήσει, ως «νικητής των απίστων»,  το ίδιο το Χαλιφάτο. Έστειλε λοιπόν τον υιό του Ιμπραήμ, ο οποίος ασφαλώς δεν επρόκειτο να εξαλείψει την Επανάσταση γιά να επιστρέψει στην συνέχεια πίσω στην Αίγυπτο, αλλά γιά να διανύσει θριαμβευτικά μέσω ξηράς την απόσταση Αθήνα-Κωνσταντινούπολη.
    Εικασία; Ουδόλως. Λίγοι στην Ελλάδα γνωρίζουν ότι, το 1831, τέσσερα μόλις χρόνια μετά το Ναυαρίνο, ο Ιμπραήμ εξεστράτευσε και πάλι εναντίον του Σουλτάνου, καταλαμβάνοντας την Παλαιστίνη, την Συρία και την Μικρά Ασία. Σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη, στην Προύσα, δόθηκε σκληρή μάχη, όπου τον Ιμπραήμ σταμάτησαν τουρκικά στρατεύματα, μαζί με βρεταννικά, γαλλικά και ρωσσικά. Ένα δεύτερο Ναυαρίνο, αυτήν την φορά με την προσθήκη των Τούρκων.
    Αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επρόκειτο να ανεχθούν την ανασυγκρότηση μίας ισχυρής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό τον Μωχάμετ Άλυ, που θα καταργούσε την αποικιακή εκμετάλλευση του αχανούς οθωμανικού κράτους από τους Ευρωπαίους και θα άλλαζε άρδην τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο.
    Αυτό λοιπόν εννοούσε ο Κολοκοτρώνης, όταν έλεγε ότι «ο Θεός έβαλε την υπογραφή του στην Ελευθερία της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω».
*Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης.
http://el.wikipedia.org/wiki/Ναυαρίνο.κντ.
http://www.dimos-pylou-nestoros.gr/visitor/history/mani-15-1715-1821.html