Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα (1828-1834)- Καποδίστριας

Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα (1828 - 1834) ιδρύθηκε με απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια και ήταν το πρώτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους[1], της Ελληνικής Πολιτείας.
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα ήταν ένας από τους μηχανισμούς που έστησε ο Καποδίστριας για τα οικονομικά της Ελλάδας, μαζί με το Εθνικό Νομισματοκοπείο και την καθιέρωση του φοίνικα ως εθνικού νομίσματος για την αντικατάσταση των Τουρκικών γροσίων.
Η ίδρυση της Τράπεζας έγινε με διάταγμα του Καποδίστρια στην Αίγινα στις 2 Φεβρουαρίου 1828, από τον πρώτο διοικητή της Γεώργιο Σταύρου, έμπειρου στα οικονομικά[2]Φιλικού, γνωστού του Καποδίστρια από την περίοδο της προπαρασκευής της επανάστασης και πληρεξουσίου σε εθνοσυνελεύσεις με τη συνδρομή του Εϋνάρδου Ελβετού τραπεζίτη και σημαντικού φιλέλληνα.
Τα κεφάλαια στην τράπεζας συνεισέφεραν ο Εϋνάρδος, ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, ακόμη και ο ίδιος ο Καποδίστριας. Ως επιτόκιο ορίστηκε 8% με σκοπό την προσέλκυση κεφαλαίων για καταθέσεις[1].
Λόγω των σημαντικότατων χρηματικών αναγκών της Ελλάδας, τα κεφάλαια της Τράπεζας καταναλώθηκαν από το κράτος με αποτέλεσμα να χάσουν οι μέτοχοί της, όταν η τράπεζα έκλεισε το 1834 με απόφαση της Αντιβασιλείας.
Η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα ήταν ο πρόδρομος της Εθνικής Τράπεζας το 1841 που ιδρύθηκε και πάλι από τον Γεώργιο Σταύρου με τη συνδρομή του Εϋνάρδου, επτά χρόνια αργότερα από τη διάλυση της πρώτης[1][2].

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 1,2 Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα Σαν σήμερα, ανακτήθηκε στις 30 Σεπτ. 2012
  2. ↑ Άλμα πάνω, στο:2,0 2,1 Γεώργιος Σταύρος, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Ιστορικό Αρχείο, ανακτήθηκε στις 30 Σεπτ. 2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ- ΙΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1821_1833/politiki/index.html
http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1821_1833/sources/04.html

Χρήστος Πιτερός - Ναύπλιο: Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη (1831)

 ‘Δολοφονία Καποδίστρια’

Ναύπλιο: Η πορεία της δολοφονίας του Κυβερνήτη (1831)


Το Ναύπλιο δεν είναι μόνο μια πανάρχαια πόλη, στην οποία ο Μύθος και η Ιστορία χάνονται στο βάθος του χρόνου, η πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους, στους δρόμους της οποίας παίχθηκε η ιστορία του Νέου Ελληνισμού αλλά και μια τραγική και «θανάσιμη» πόλη. Το κυριακάτικο πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου 1831 στις 6.45′ περίπου με το παλιό ημερολόγιο, στην πόρτα του Αγίου Σπυρίδω­νος δολοφονήθηκε ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.

Πλατεία Σιντριβανίου με το Παλατάκι του Καποδίστρια
Ο κυβερνήτης το πρωινό της αποφράδας εκείνης ημέρας ξεκίνησε για να εκκλησιαστεί, όπως συνήθιζε, στον Άγιο Σπυρίδωνα, προστάτη άγιο της πατρίδας του της Κέρκυρας. Βγήκε από την κυβερνητική κατοικία, το γνωστό παλατάκι, αργότερα κατοικία και τουΌθωνα, (που βρισκόταν στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το άγαλμα του Όθωνα), από την κύρια ανατολική καμαρωτή είσοδο προς την πλατεία Σιντριβανιού, σημερινή πλατεία Τριών Ναυάρχων, φορώντας τη βαθυγάλαζη ρεντικότα, άσπρο παντελόνι και βαθυγάλαζο καπέλο, συνοδευόμενος από τους δυο φρουρούς, τον Γ. Κοζώνη και Α. Λεωνίδα, έστριψε δεξιά και έφθασε στο Μεγάλο Δρόμο (οδό Βασ. Κων/νου), ακολούθησε πορεία προς τα δυτικά και σε λίγο συνάντησε, την σημερινή οδό Αγγέλου Τερζάκη, (πρώην Ε. Σωφρόνη), και έστριψε αριστερά κατευθυνόμενος προς τον Άγιο Σπυρίδωνα.

Σχέδιο πόλης Ναυπλίου (1834) με την πορεία του Καποδίστρια
Προχώρησε στην οδό Αγγέ­λου Τερζάκη λίγα μέτρα και στην συμβολή των οδών Δ. Πλαπούτα και Αγγέλου Τερζάκη μέσα στο μουχρωμένο πρωινό πάνω στο σταυροδρόμι συνάντησε μπροστά του κακό σημάδι, τους δυοΜαυρομιχαλαίους,Κωνσταντίνο και Γεώργιοντυμένους με τα καλά τους, φορώντας φουστανέλες, συνοδευόμενους από δυο φρουρούς τον Ι.Καραγιάννη και τον Α. Γεωργίου διότι ήταν υπό επιτήρηση, με τον οπλισμό τους, καινούριες μπιστόλες που είχαν αγοράσει πριν από λίγες μέρες από μαγαζί του Ναυ­πλίου.
Οι Μαυρομιχαλαίοι κατοικούσαν σε μικρή απόσταση ανατολικότερα από τον τόπο συνάντησης στην οδό Γ. Τερτσέτη, πάροδο της οδού Πλαπούτα μεταξύ της πλατείας του Αγίου Γεωργίου και της οδού Αγγέλου Τερζάκη, και είχαν βγει με κακό σκοπό, αναζητώντας πρωΐ – πρωΐ την Κυριακή τον Κυβερνήτη για ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον γνωστό μανιάτικο τρόπο για λόγους τιμής.
Ο κυβερνήτης τους χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του αμίλητος, εκείνοι ξαφνιάστηκαν και του ανταπέδωσαν σιωπηλοί τον χαιρετισμό. Στη συνέχεια ο Κυβερ­νήτης συνέχισε απρόσκοπτα με τους δυο συνοδούς φρουρούς του την πορεία του προς την εκκλησία, ακολουθώντας το καθιερωμένο σύντομο δρομολόγιο του κυριακάτικου εκκλησιασμού του με αργό περπάτημα συνολικής διάρκειας επτά λεπτών περίπου. Έστριψε δεξιά στην αρχή της οδού Σταϊκοπούλου και προχώρησε προς την εκκλησία.
Οι Μαυρομιχαλαίοι μετά τον χαιρετισμό μέσα στο πρωινό δεν ακολούθησαν τον Κυβερνήτη, αλλά έφυγαν γρήγορα ανηφορίζοντας νότια της οδού Τερζάκη το ανηφορικό στενό με τα σκαλοπάτια, διέσχισαν στη συνέχεια τη μικρή πλατεία μπροστά από την εκκλησία και έφτασαν νωρίτερα στον Άγιο Σπυρίδωνα, όπου περίμεναν τον Κυβερνήτη στην πόρτα της εκκλησίας, όπως έκαναν και την προηγούμενη Κυριακή, αλλά ο Κυβερνήτης έγκαιρα ειδοποιημένος δεν είχε πάει στην εκκλησία.

Η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα
Ο Κυβερνήτης αφού προχώρησε αριστερά (δυτικά) στην αρχή της οδού Σταϊκοπού­λου, έστριψε δεξιά στο πρώτο στενό ανηφορικό δρόμο, που οδηγεί από την Σταϊκο­πούλου, στην πλατεία του Αγίου Σπυρίδωνα, μπροστά από το ιερό της εκκλησί­ας. Μόλις ανέβηκε τον ανηφορικό δρόμο και πρόβαλε στο στενό του Αγίου Σπυρίδωνα, σημερινή οδό Ιωάννη Καποδίστρια, κοντοστάθηκε για λίγο να αναπνεύσει και να ξεκουραστεί, αλλά αντίκρυσε ξανά μπροστά του τονΚωνσταντίνο Μαυ­ρομιχάλη, να στέκεται έξω στη δεξιά πλευρά της πόρτας της εκκλησίας, υποπτεύθη­κε το κακό, έστρεψε για λίγο το κεφάλι του προς τα ανατολικά στη μικρή πλατεία, όπου βρισκόταν η οικία του υπουργού Ροδίου, και αψηφώντας τον κίνδυνο και με πίστη στο θεό συνέχισε την ηρωική πορεία του προς τον τόπο του μαρτυρίου.
Όπως προκύπτει από τη δικογραφία δημοσιευμένη στη Γενική Εφημερίδα, ο Κυβερνήτης μόλις έφθασε στην πόρτα και πάτησε το πόδι του στο πλατύσκαλο και έμπαινε στην εκκλησία, ο Κων/νος Μαυρομιχάλης, κρατώντας με το αριστερό κατεβασμένο χέρι το φέσι του, σήκωσε το δεξιό χέρι που κρατούσε κρυμμένη την οπλισμένη μπιστόλα κάτω από λευκό μπουρνούζι, τράβηξε τη σκανδάλη και τον πυροβόλησε εκ των όπισθεν στην πίσω δεξιά πλευρά της κεφα­λής, ενώ συγχρόνως ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, που στεκόταν στην εσωτερική πλευρά της πόρτας, όρ­μησε και τον χτύπησε με μαχαίρι στη δεξιά πλευρά της κοιλιάς στη βουβωνική χώρα.

Η πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα. Δεξιά η λαβωματιά της σφαίρας από τον πυροβολισμό του φρουρού Ι. Καραγιάννη.
Στη συνέχεια ο I. Καραγιάννης ένας από τους φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων, ο οποίος στεκόταν εξωτερικά της εκκλησίας απέναντι στην είσοδο της εκκλησίας κοντά στην τούρκικη κρήνη, πυροβόλησε άστοχα κατά των φρουρών του Καποδίστρια, αλλά η σφαίρα αστόχησε και χτύπησε στη δεξιά πλευρά της πόρτας όπου σώζεται και σήμερα η λαβωματιά της πέτρας από το κτύπημα της σφαίρας.
Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχά­λης μετά το φονικό ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια στο απέναντι σοκκάκι από την πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα, την οδό Πλάτωνος, αλλά τον πυροβόλησε θανάσιμα ο μονόχειρας φρουρός του Καποδίστρια, Γ. Κοζώνης. Ο Κωνσταντίνος, θανάσιμα τραυματισμένος, ανέβηκε τη σκάλα, έστριψε αριστερά στο σοκκάκι αναζητώντας καταφύγιο σε σπίτια της περιοχής ξεσηκώνοντας με τις φωνές τη γειτονιά.
Συνελήφθη όμως σε λίγο, η πόλη ολόκληρη αναστατώθηκε από το φονικό του Κυβερνήτη, το οργισμένο πλήθος και στρατιώτες τον λιντσάρισαν, κτυ­πώντας τον με ξύλα και σπαθιά και τον έσερναν στα καλντερίμια τ” Αναπλιού ως την πλατεία του Πλάτανου (Συντάγματος), μπροστά από το ενετικό κτίριο του στρατώνα (σημερινό Μουσείο), όπου εξεψύχησε. Το οργισμένο πλήθος έριξε το άψυχο κορμί του στη θάλασσα.

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, έργο του Διονυσίου Τσόκου, 1850.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάληςαμέσως μετά το φονικό, μαζί με τους δυο φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων έφυγε προς τα δυτικά της εκκλησίας τρέχοντας προς το Βου­λευτικό, ακολουθώντας στη σημερινή οδό Καποδιστρίου, και κατέφυγε στη Γαλλι­κή πρεσβεία, που βρισκόταν στην οδό Σταϊκοπούλου, δυτικότερα από το Μουσείο, δίπλα στην οικία του ταγματάρχη Θ. Βαλλιάνου, λέγοντας «τον σκοτώσαμε… χίλιακομμάτια έγινε…».
Στη συνέ­χεια παραδόθηκε στις αρχές, φυλακίστηκε δικάσθηκε από στρατοδικείο και εκτελέσθηκε διά τουφεκισμού στις 10 Οκτωβρίου στην Πλατεία, έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης και της Πύλης της Ξηράς, στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται το κτίριο του ΟΤΕ και ο σταθ­μός του τραίνου. Το φονικό του Κυβερνήτη βύθισε σε βαθύ πένθος και απογοήτευση το πα­νελλήνιο.
Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας προσέφερε τον εαυτό του θυσία και με το αίμα του βάφτηκε στο Ναύπλιο η πόρτα του Αγίου Σπυρίδωνα, προστάτη της πατρίδας του της Κέρκυρας. Με την δολοφονία του κόπηκε βίαια η προσπάθεια ανάκαμψης και εκσυγχρονισμού του μόλις ελεύθερου νέου Ελληνικού κράτους. Ο θάνατος του Κυβερνήτη έγινε λαϊκός θρήνος, μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Ο χώρος της δολοφονίας του I. Καποδίστρια στο Ναύπλιο είναι ένας από τους τραγικότερους και ιερότερους χώρους της πατρίδας μας.
Μπροστά από την εκκλησία, λίγο πριν την είσοδο, υπάρχει ακόμα το καντήλι, στον τόπο μαρτυρίου του Κυβερνήτη. Ο άδικος και τραγικός θάνατος του I. Καποδίστρια παραμένει ζωντανός στη μνήμη των Ελλήνων που επισκέπτονται καθημερινά τον μαρτυρικό τόπο του θανά­του του. Τη θλιβερή είδηση της δολοφονίας του Κυβερνήτη με χαρακτηριστικά μοτίβα της δημοτικής ποίησης την περιγράφει, μεταξύ των άλλων, και το ακόλουθο πελο­ποννησιακό τραγούδι, που αποτελείται από 14 δεκαπεντασύλλαβους στίχους:

Ένα πουλάκι ξέβγαινε “πό μέσ” από τ” Ανάπλι,
στηγ Κόρθο κάνει κολατσιό και στη Βστίτσα γιόμα,
στημ Πάτρα μπαρκαρίζεται, στο Μεσολόγγι πάει,
πάει χαμπέρια των Κλεφτών και των καπεταναίων.
-Πες μας, πες μας, πουλάκι μου, κανα-καλό χαμπέρι.
-Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, τι να σας μολογήσω,
εψές, προψές που πέρναγ” από μέσ” από τ” Ανάπλι,
άκουσα το μουσαφερέ και τηγ κρυφή κουβέντα,
τόγ Κυβερνήτη σκότωσαν οι Μαυρομιχαλαίοι.
Τρεις ντουφεκιές του ρίξανε με τρι” ασημένια βόλια.
Το “να τόμ πήρε στηγ καρδιά και τ” άλλο στο πλεμόνι,
το τρίτο το φαρμακερό τόμ πήρε στο κεφάλι.
Το στόμα τ” αίμα γέμισε, τ” αχείλι του φαρμάκι
κ” η γλώσσα τ” αηδονολαλεί σαν το χελιδονάκι.

Είναι αξιοσημείωτο ότι στο δημοτικό τραγούδι, με βάση το δημοτικό μοτίβο δεν αναφέρει μια ντουφέκια (μπιστολιά) αλλά τρεις(!) με τρία ασημένια! βόλια.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι σε άλλο εκτενέστερο δημοτικό τραγούδι με εμφανή λόγια στοιχεία περιγράφει με ιστορική ακρίβεια τη σκηνή της δολοφονίας :

«Μια Κυριακή ξημέρωσε, να μη είχε ξημερώσει
ο Κυβερνήτης κίνησε να πάει στην Εκκλησία,
στην πόρτα όπου επάτησε, σκύβει να προσκυνήσει,
ο Γιώργης και ο Κωνσταντής δυο μπέηδες της Μάνης,
μια μπιστολιά του ρίξανε, φαρμακερό μαχαίρι.»
   
Χρήστος Πιτερός
Αρχαιολόγος Δ’ ΕΠΚΑ Ναυπλίου
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
  
Σχετικά θέματα

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

ΧΑΡΑΞΗ ΠΙΘΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΡΩΜΕΪΚΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΨΕΡΙΜΟΥ.

Οι τόποι και οι δρόμοι του εμπορίου της ρωμηοσύνης με την Ανατολή ως τα τέλη του 13ου αιώνα μπορούν να εντοπιστούν στους ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους της Εγγύς Ανατολής και της ανατολικής Μεσογείου, της Μικράς Ασίας, του Εύξεινου Πόντου και της Χερσώνος. Είναι ευνόητο ότι το θέμα της παρούσας πραγματείας αφορά το εμπόριο της ρωμηοσύνης με την Ανατολή μόνο στο βαθμό που αυτό περνούσε από τοεσωτερικό της Μικράς Ασίας ή άγγιζε την περιφέρειά της με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη

Αναλυτικότερα εξετάζονται, πρώτον, το υπερτοπικό εμπόριο (regional trade, με ακτίνα 50 χλμ. μέχρι 300 χλμ.) των παραμεθόριων περιοχών της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα της περιοχής Τραπεζούντας με τις όμορες προς τη μικρασιατική χερσόνησο περιοχές και, δεύτερον, το εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων (interregional orinternational trade, με ακτίνα πέραν των 300 χλμ.) που αφορούσε κυρίως τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής (καρυκεύματα, αρώματα και βαφικά). Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για υπερόρια εμπορικά δίκτυα, δηλαδή για δίκτυα που εκτείνονται πέραν των μικρασιατικών συνόρων.1
Οι πηγές
Οι διαθέσιμες μαρτυρίες για το «βυζαντινό» εμπόριο της ρωμηοσύνης είναι αποσπασματικές και προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα πηγών με πιο σημαντικές τα νομίσματα, τις σφραγίδες των κομμερκιαρίων και τις επιτύμβιες επιγραφές εμπόρων, που απεβίωσαν στη διάρκεια των ταξιδιών. Στην κατηγορία των νομικών πηγών ανήκουν το Διάταγμα περί Τιμών του Διοκλητιανού (284-305), ο Νόμος Ροδίων Ναυτικός (6ος-8ος αιώνας), οι Νεαρές του Λέοντος ΣΤ΄ (886-912) και το Επαρχικόν Βιβλίον, συλλογή διατάξεων για τιςσυντεχνίες της Κωνσταντινούπολης που αναθεωρήθηκε μεταξύ του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 911 και του μηνός Μαΐου του έτους 912. Περαιτέρω θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το ανώνυμο έργο των μέσων του 4ου αιώνα Expositio totius mundi et gentium, τα έργα Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν και Περί των βασιλικών ταξειδίωντου Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (913-959) και τις διάσπαρτες και ευκαιριακές πληροφορίες των χρονογραφικών και ιστορικών έργων. Μια πολύ σημαντική πηγή πληροφοριών για το εμπόριο των μικρασιατικών επαρχιών αποτελούν τα αγιολογικά κείμενα. Τις ελληνικές και λατινικές πηγές συμπληρώνουν τα έργα της αραβικής γραμματείας, κυρίως τα έργα των γεωγράφων και δευτερευόντως αυτά των ιστορικών, και το πλουσιότατο αρχειακό υλικό για το αραβικό εμπόριο που διασώθηκε στην εβραϊκή συναγωγή του Καΐρου (αρχείο Geniza). Τέλος, αξιομνημόνευτα είναι τα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού που διασώθηκαν στα μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές: μεταξωτά υφάσματα, έργα μικροτεχνίας, δείγματα διακόσμου με πολύτιμους λίθους κ.λπ. Όλες αυτές οι πηγές λειτουργούν συμπληρωματικά και μας επιτρέπουν, παρά την αποσπασματικότητά τους, να σχηματίσουμε μια γενικά ικανοποιητική εικόνα για το βυζαντινό εμπόριο γενικά και για το μικρασιατικό εμπόριο με την Ανατολή ειδικά.

                        ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ



Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο προϊόντα προοριζόμενα για εξαγωγή παρήγαν κυρίως οι επαρχίες του κεντρικού μικρασιατικού υψιπέδου. Η Καππαδοκία εξήγε ενδύματα από δέρματα λαγού, όμορφες «βαβυλωνιακές» γούνες και αυτοκρατορικούς ίππους ,2 η Γαλατία και η Φρυγία παρήγαν εξαίρετα (πιθανότατα μάλλινα) ενδύματα ,3 ενώ πασίγνωστα ως vestis laodicena ήταν τα ενδύματα της φρυγικής πρωτεύουσας Λαοδικείας επί Λύκῳ. Οι εξαγωγές αυτές κατευθύνονταν και προς τον περσικό και τον αραβικό κόσμο. Ας σημειώσουμε εδώ, παραβιάζοντας τη χρονολογική σειρά, ότι η μικρασιατική βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων εξακολούθησε να ακμάζει κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.
Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Φιλοστόργιο, μεταξύ των δώρων που ο πρεσβευτής τουΚωνσταντίου Β΄ (337-361) Θεόφιλος ο Ινδός μετέφερε στην αυλή του ηγεμόνα των Ομηριτών Αράβων στην Ευδαίμονα Αραβία (σημ. Υεμένη) περιλαμβάνονταν και 200 καππαδοκικοί ίπποι εξαίρετης ράτσας.4 Τα εύρωστα και ωραία άλογα εκτιμώνταν ιδιαίτερα ως διπλωματικά δώρα, αφού οι τιμές τους στο διεθνές εμπόριο της εποχής ήταν πολύ υψηλές έως απρόσιτες. Είναι γνωστό ότι και οι Πέρσες πρεσβευτές συνήθιζαν να προσφέρουν άλογα στη βυζαντινή αυλή.
Η Περσία εξήγε στο Βυζάντιο εκτός από τους περίφημους παρθικούς ίππους και μια σειρά από περιζήτητα φυτικά προϊόντα που χρησιμοποιούνταν στην αρωματοποιία και τη φαρμακοποιία: χαλβάνη (τη ρίζα του φυτού χαλβανίς), σαρκοκόλλα (κόμμι από το φυτό αστράγαλος ο στενόφυλλος), σαγαπηνόν (το φυτό νάρθηξ ο περσικός), Asa foetida (το φυτό Ασέα η δυσώδης) κ.ά.5 Σύμφωνα με τον Άραβα συντάκτη του έργου Hudud-al-Alam, που γράφτηκε στη Χορεσμία κατά τον 9ο αιώνα, ο πλούτος των ανατολικών επαρχιών της Μικράς Ασίας (Rum>ρωμαϊκός) προερχόταν από την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων μεταξιού, χρυσοΰφαντων μεταξωτών, άλλων υφασμάτων, ταπήτων, κορδονιών κ.λπ.6 Τα συγκεκριμένα είδη εξάγονταν στους Τουρκομάνους της κεντρικής Ασίας, όπως προκύπτει από την περιγραφή του ταξιδιού του Ibn Fadlan στους Βουλγάρους του Βόλγα.7




Είδη πρώτης ανάγκης


Τα αγροτικά προϊόντα του κεντρικού υψιπέδου της Μικράς Ασίας και κυρίως τα σιτηρά δεν εξάγονταν· όταν η σοδειά ήταν πλούσια, ήταν καταδικασμένα «να σαπίζουν επί τόπου», σύμφωνα με την έκφραση του Προκοπίου,8 εξαιτίας των υψηλών εξόδων μεταφοράς που πολλαπλασίαζαν την αρχική τους τιμή, ανάλογα με την απόσταση του τόπου παραγωγής από το λιμάνι προορισμού, και γι’ αυτό σπανίως αποτελούσαν αντικείμενο εμπορίου.9 Αντίθετα τα αγροτικά προϊόντα των παράκτιων ζωνών και ακριβέστερα το λάδι, διάφορα είδη οίνου και σιτηρών, ο κρόκος και τα διάφορα αρώματα (ίρινον, νάρδινον, παρδάλιον) της Κιλικίαςεξάγονταν κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα από το Κοράσιον και την Κώρυκο.10 Παράλληλα διακινούνταν το λάδι της Παμφυλίας,11 το κρασί, το λάδι, το ρύζι και η πορφύρα της Ασίας12 και τα σιτηρά, το κρασί και το λάδι τουΕλλησπόντου,13 τα οποία προορίζονταν εν μέρει για την κάλυψη των αναγκών της εσωτερικής αγοράς και εν μέρει για εξαγωγή. Η εξαγωγή αγροτικών προϊόντων ήταν απαραίτητη, για να εξισορροπηθούν κάπως οι τεράστιες δαπάνες που απαιτούσε η εισαγωγή των πολύτιμων προϊόντων της Ανατολής.





Ανταλλαγές στον Εύξεινο Πόντο


Από την Τραπεζούντα μεταφέρονταν στη Λαζική με πλοία φορτία κρασιού, αλατιού και σιτηρών,14 αλλά και υφάσματα και κοσμήματα 15 Παραδίδεται ότι, στο πλαίσιο της προσηλυτιστικής πολιτικής του Ιουστίνου Α΄(518-527) στον γεωγραφικό χώρο του Καυκάσου, στάλθηκε στους Σαβείρους Ούννους της καυκάσιας Αλβανίας ένα πραγματικό καραβάνι από 30 ημιόνους φορτωμένους με αλεύρι, κρασί, λάδι, λινά υφάσματα και ιερά σκεύη .16 Το καραβάνι ξεκίνησε πιθανότατα από τις γειτονικές ρωμαϊκές πόλεις της Κριμαίας. Εννοείται ότι οι λαοί του Καυκάσου μπορούσαν να προμηθευτούν αυτά τα είδη και από το εμπόριο. Από την πλευρά τους οι Λαζοί προμήθευαν στο Βυζάντιο χρυσό,17 δέρματα, γουναρικά και δούλους, ίσως ακόμη μέλι, ένα προϊόν που αφθονούσε στη Σουανία.18 Διαμέσου της Λαζικής προωθούνταν πιθανότατα και οι ευνούχοι της Αβασγίας που ήταν περιζήτητοι στην Κωνσταντινούπολη 19 Η μεταφορά γινόταν κυρίως με πλοία της Τραπεζούντας, ενώ τα μικρά πλοία των Κόλχων, που κατοικούσαν στις εκβολές του Φάσιδος, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά και μόνο για την προώθηση των πρέσβεων από την αυλή των Λαζών ηγεμόνων προς τις βυζαντινές επαρχίες και αντίστροφα .20
                   


Σχετικά με το εμπόριο του Πόντου με τις χώρες του Καυκάσου κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα αντλούμε πληροφορίες από το έργο του Προκοπίου. Τα αστικά κέντρα των νοτιοανατολικών και ανατολικών ακτών του Ευξείνου Πόντου αποτελούσαν κομβικά σημεία μιας πολυσύχναστης παράκτιας σύνδεσης με εμπορική και στρατιωτική σημασία για την αυτοκρατορία. Τα κέντρα αυτά ήταν η Τραπεζούντα, το φρούριο της Πέτρας, που χτίστηκε στη δεκαετία του 530 και για ένα χρονικό διάστημα υπήρξε η βάση των εμπορικών δραστηριοτήτων του διαβόητου κάπηλου Ιωάννη Τζίβου ,21 η Φάσις, η Νίκοψις, η Διοσκουριάς (Σεβαστόπολις) και η Πιτυούς. Ένας άλλος δρόμος που είχε εμπορικό ενδιαφέρον για τους Βυζαντινούς ήταν ο δρόμος του «ναυσιπόρου» Φάσιδος και των παραποτάμων του, μία περιοχή με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού και σημαντικό αριθμό πόλεων και φρουρίων.22


Στο πλαίσιο του μεγάλου ή διεθνούς εμπορίου, ιδιαίτερη σημασία είχαν κατά τη διάρκεια της Πρωτοβυζαντινής περιόδου οι εμπορικές συναλλαγές με το περσικό κράτος. Οι τόποι των συναλλαγών είχαν καθορισθεί από διμερείς συνθήκες: τα Αρτάξατα στην Περσαρμενία, το Καλλίνικον, στην ανατολική όχθη του Ευφράτη, και η Νίσιβις. Τα Αρτάξατα συνδέονταν με τις γειτονικές πόλεις της Τραπεζούντας και τηςΘεοδοσιουπόλεως χάρη στο εξαιρετικό οδικό δίκτυο της Αρμενίας. Από τα Αρτάξατα διέρχονταν οι δύο παραλλαγές της βόρειας εκδοχής του δρόμου του μεταξιού, προς τα περάσματα του Καυκάσου και προς το εσωτερικό του περσικού κράτους αντίστοιχα. Στα Αρτάξατα εκτελωνίζονταν τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής, προτού μεταφερθούν στη Θεοδοσιούπολη ή την Τραπεζούντα και ακολούθως μέσα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ή κατά μήκος της βόρειας μικρασιατικής ακτής στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα φαίνεται ότι το γειτονικό Δούβιος (Dwin) αντικατέστησε τα Αρτάξατα ως τόπος συνάντησης των βυζαντινών εμπόρων με τους εμπόρους της Ιβηρίας και της Αρμενίας και ως τόπος εκτελωνισμού των εξωτικών προϊόντων της Ανατολής.

Οι δύο άλλες πύλες εισόδου των εμπορευμάτων της Ασίας στη βυζαντινή επικράτεια ήταν το Καλλίνικον και η Νίσιβις. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των διακινούμενων από τους χερσαίους δρόμους εμπορευμάτων κατέληγαν στα λιμάνια της Συρίας (Αντιόχεια, Τύρος και Βηρυτός) και ακολούθως μεταφέρονταν διά θαλάσσης στην Κωνσταντινούπολη. Ένα μέρος των εξ Ανατολής εμπορευμάτων έφθανε στην Κωνσταντινούπολη με τις αποσκευές των συχνών περσικών πρεσβειών, αφού σύμφωνα με τις διμερείς συνθήκες τα μέλη των πρεσβειών είχαν το δικαίωμα να εμπορεύονται εντός της βυζαντινής επικρατείας. Οι πρεσβείες ακολουθούσαν συνήθως τη μεγάλη οδική αρτηρία της Μικράς Ασίας που είναι γνωστή ως Δρόμος των Προσκυνητών. Με τη συνθήκη του έτους 562 το καθεστώς αυτό τροποποιήθηκε ελαφρώς: το Δάρας αντικατέστησε τα τελωνεία του Καλλινίκου και των Αρταξάτων και ορίστηκε μαζί με τη Νίσιβη ως τόπος ελέγχου των προϊόντων που εισήγαν στο Βυζάντιο οι Πέρσες και οι Σαρακηνοί έμποροι.23

Στο βυζαντινοπερσικό εμπόριο δραστηριοποιούνταν μικροί και μεγάλοι έμποροι. Ο Ιωάννης Εφέσου αναφέρει την περίπτωση δύο αδελφών που εργάζονταν ως πράκτορες, αντιπρόσωποι δηλαδή ενός Σύρου μεγαλεμπόρου. Σύμφωνα με τη διήγηση είχαν ετήσιες απολαβές πέντε ή έξι χρυσά νομίσματα (όσο περίπου και οι απλοί στρατιώτες) και εργάσθηκαν επί είκοσι χρόνια, αφενός για να αυξήσουν τις ετήσιες αποδοχές τους διαδοχικά σε πέντε, είκοσι και τριάντα νομίσματα, ποσό ανάλογο με τον μισθό ενός κατώτερου στρατιωτικού αξιωματούχου, και αφετέρου για να δημιουργήσουν τη δική τους επιχείρηση με έδρα την Άμιδα και έπειτα τηΜελιτηνή.24



Εμπορικές σχέσεις με τους Τούρκους (Τουρανούς) της Κεντρικής Ασίας


Η όξυνση των σχέσεων με τους Πέρσες περί το 568 οδήγησε τις βυζαντινές αρχές να επιχειρήσουν, με αφετηρία την Τραπεζούντα, να ανοίξουν το δρόμο του Καυκάσου, για να αποκτήσουν πρόσβαση στις αγορές της Κεντρικής Ασίας, παρακάμπτοντας τους βαρείς τελωνειακούς δασμούς που επέβαλλαν οι Πέρσες στα περιζήτητα προϊόντα των Ινδιών και της Κίνας. Η απόπειρα αυτή υπήρξε αρχικά επιτυχής. Βάσει της εμπορικής και στρατιωτικής συμφωνίας που υπέγραψε ο βυζαντινός πρεσβευτής Ζήμαρχος με το χαγάνο των Τουρανών της Κεντρικής Ασίας,25 το μετάξι και τα άλλα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής άρχισαν να εισρέουν στο Βυζάντιο από το δρόμο του Καυκάσου και της Τραπεζούντας.

Οι έμποροι συνταξίδευαν με τις πρεσβείες που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δύο κρατών μεταξύ των ετών 570 και 576. Οι Τούρκοι και οι Σόγδοι έμποροι και πρεσβευτές είχαν στη διάθεσή τους μητάτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου διέμεναν και αποθήκευαν τα εμπορεύματά τους.26 Ωστόσο, η διακοπή των βυζαντινοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων περί τα τέλη της 8ης δεκαετίας του 6ου αιώνα αχρήστευσε τον εμπορικό δρόμο του Καυκάσου. Τα ταξίδια των Τούρκων και Σόγδων εμπόρων και η εισροή εμπορευμάτων από την Κεντρική Ασία γίνονταν τώρα από το δρόμο της Κριμαίας.27Αυτό προκύπτει τόσο από αρχαιολογικά τεκμήρια (μεταξύ άλλων και ευρήματα από τον τάφο ενός Σόγδου εμπόρου που βρέθηκε στον Βόρειο Καύκασο και χρονολογείται στον ύστερο 7ο αιώνα) όσο και από τις πληροφορίες για την Κίνα που εμπεριέχονται στηνΙστορία του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη και τις οποίες μετέδωσαν έμποροι από τη Σογδιανή στο Βυζάντιο περί το 630.28 Από την Κριμαία τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής μεταφέρονταν μέσω Τραπεζούντας ή Σινώπηςστην Κωνσταντινούπολη.





                                                   ΟΙ «ΣΚΟΤΕΙΝΟΙ ΑΙΩΝΕΣ»



Κατά τη διάρκεια των λεγόμενων «σκοτεινών αιώνων» (7ος-8ος αιώνας) το εσωτερικό εμπόριο της Μικράς Ασίας γνώρισε μια αισθητή κάμψη, η οποία αποδίδεται στην αποδυνάμωση των αστικών κέντρων (σμίκρυνση του οικισμένου χώρου, μετατόπιση ή εγκατάλειψη των πόλεων) και αντανακλάται στον περιορισμό της νομισματικής κυκλοφορίας.29 Παρά ταύτα το χρήμα εξακολούθησε ακόμη να χρησιμοποιείται στις ανταλλαγές.

Στο επαρχιακό εμπόριο του βυζαντινού κράτους γενικά και της Μικράς Ασίας κατά τη διάρκεια του 7ου και 8ου αιώνα ενεπλάκησαν αποφασιστικά οι κομμερκιάριοι. Οι κομμερκιάριοι είχαν λάβει από το κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα να οργανώσουν την παραγωγή μεταξιού σε συγκεκριμένες επαρχίες και να πωλούν το προϊόν στους μεταξαρίους (τους μεταξουργούς). Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, οι κομμερκιάριοι ήταν κρατικοί αξιωματούχοι που δρούσαν εν μέρει για λογαριασμό του κράτους και εν μέρει για δικό τους λογαριασμό και αποκόμιζαν κέρδη από το εμπόριο του μεταξιού αλλά και άλλων ειδών.30 Είναι βέβαιο, αν και δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό, ότι οι κομμερκιάριοι δραστηριοποιήθηκαν στο εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων, το οποίο δεν έπαψε ποτέ να υφίσταται στο Βυζάντιο.31 Η λειτουργία εμπορικών ναυτικών εταιρειών με το όνομα χρεοκοινωνία, που μνημονεύονται στη νομική συλλογή «Νόμος Ροδίων Ναυτικός», και η ενασχόληση ανεξάρτητων ναυκλήρων-πλοιοκτητών με το θαλάσσιο εμπόριο ειδών διατροφής και πολυτελείας συνδέονται αναμφίβολα με το εμπόριο των μακρινών αποστάσεων.32


Ορισμένοι ερευνητές πιθανολογούν ότι το εμπόριο των μακρινών αποστάσεων διερχόταν από την Έφεσο και την Τραπεζούντα, αν και αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί κατηγορηματικά πριν από τον 9ο αιώνα.33 Στην Έφεσο γινόταν μια ετήσια εμποροπανήγυρη, πιθανώς οργανωμένη από την εκκλησία της πόλης, που στα τέλη του 8ου αιώνα απέδιδε, με τη μορφή του φόρου που ονομαζόταν κομμέρκιον (ανερχόταν πιθανώς στο 10% της τιμής των εμπορευμάτων), 100 λίτρες χρυσού ή 7.200 χρυσά νομίσματα. Αυτό σημαίνει ότι η αξία των συναλλαγών ανερχόταν σε 72.000 χρυσά νομίσματα.34

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βίου του αγίου Γρηγορίου Δεκαπολίτη, στις αρχές του 9ου αιώνα έδεναν στο λιμάνι της πόλης ολόκληροι εμπορικοί στόλοι.35 Αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι η εμποροπανήγυρη της Εφέσου δεν εξυπηρετούσε μόνο το τοπικό, αλλά συνδεόταν και με το διεθνές εμπόριο της εποχής. Στο εμπόριο των ειδών πολυτελείας με την Ανατολή πρωταγωνιστούσαν από τα μέσα του 9ου αιώνα οι διάσημοι Εβραίοι έμποροι Ραντανίγια, που ταξίδευαν μεταξύ της Άπω Ανατολής, της Μεσογείου και της Δύσης. Ένα από τα θαλάσσια δρομολόγιά τους συνέδεε την Αίγυπτο με την Κωνσταντινούπολη, οπότε, το πιθανότερο, ακολουθούσαν τις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας.36


Το πιθανότατα υποτονικό εμπόριο με τους Άραβες διεξαγόταν την περίοδο αυτή από τη θάλασσα. Τα προϊόντα πολυτελείας της Ανατολής μεταφέρονταν στα τέλη του 7ου αιώνα από το λιμάνι της Τύρου στην Κωνσταντινούπολη. Η Κύπρος αποτελούσε ένα είδος συνοριακού σταθμού. Ο βυζαντινός αυτοκρατορικόςδιοικητής έλεγχε τα φορτία και την κίνηση των ξένων πλοίων και χορηγούσε άδειες εισόδου στο βυζαντινό κράτος, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Άραβα συγγραφέα Al-Mas´ûdi. Η Αλεξάνδρεια αναφέρεται ως τόπος προορισμού των Ελλήνων εμπόρων κατά τις αρχές του 8ου αιώνα. Τα εμπορικά πλοία που έπλεαν μεταξύ Κωνσταντινούπολης και των πόλεων της Συρίας ή αυτών της Αιγύπτου ακολουθούσαν τον παραδοσιακό δρόμο κατά μήκος των νησιών και των παραλίων της δυτικής Μικράς Ασίας, όπου βρίσκονταν άλλωστε και τα σημαντικά λιμάνια της Σμύρνης και της Εφέσου. Αναμφίβολα το χερσαίο εμπόριο υπέστη εντονότερα τις επιπτώσεις από τους συχνούς πολέμους του αραβικού χαλιφάτου με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Επί του Αββασίδη χαλίφηMahdi (775-785), οι Άραβες έμποροι εξασφάλισαν προσωρινή άδεια διέλευσης των βυζαντινών συνόρων. Η συγκεκριμένη πληροφορία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σε καιρό πολέμου η εμπορική επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών ήταν απαγορευμένη αν όχι αδύνατη .37



                                        ΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΚΜΗΣ

Δεδομένα και εκτιμήσεις


Η περίοδος της μεγάλης ακμής του μικρασιατικού εμπορίου άρχισε από τα μέσα του 9ου αιώνα. Ο πληθυσμός και ο αριθμός των πόλεων άρχισαν να αυξάνονται, οι εμποροπανηγύρεις να γενικεύονται, οι έμποροι να αποκτούν μεγάλη οικονομική δύναμη. Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα η ισχύς και επιρροή της βυζαντινής εμπορικής τάξης εκφράστηκε με την απόκτηση σημαντικών πολιτικών προνομίων.38 Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και στη μεγαλύτερη ζήτηση ειδών πολυτελείας. Οι εμπορικές ανταλλαγές με το αραβικό χαλιφάτο ενισχύθηκαν αισθητά.

Τα σιτηρά παραγωγής της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας συγκεντρώνονταν στην Τραπεζούντα, όπου επίσης εκτελωνίζονταν τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά και τα άλλα υφάσματα που εξάγονταν προς τον αραβικό κόσμο, καθώς και όλα τα εισαγόμενα εξωτικά προϊόντα της Ανατολής (αρώματα, καρυκεύματα και βαφικά),39 που προωθούνταν στην Κωνσταντινούπολη, συνήθως από το δρόμο της θάλασσας. Το κυριότερο προϊόν της Κιλικίας, της Παμφυλίας, της Πισιδίας και της Συρίας ήταν ο στόραξ-στύραξ (ρητίνη). Η μεγαλύτερη παραγωγή γινόταν στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ağiyā (μεταξύ Ατταλείας και Λάμου ποταμού) και προοριζόταν για το εξαγωγικό εμπόριο: ο στύραξ της Ağiyā εξαγόταν από το λιμάνι της Ατταλείας σε όλο τον κόσμο.40 Ένα άλλο γνωστό προϊόν της περιοχής ήταν το κόμμι τραγάκανθος. Αυτό όμως παραγόταν στην ενδοχώρα του Ανεμουρίου από το δέντρο «αστράγαλος τραγακάνθου» και εξαγόταν από το λιμάνι Δρακονταΐς (το Foxe Dragante των δυτικών πηγών).41

Στον ποταμό Λάμο, σύνορο μεταξύ της μουσουλμανικής αγοράς της Ταρσού και του θέματος Σελευκείας και συνήθη τόπο ανταλλαγής αιχμαλώτων, γίνονταν μεγάλες εμποροπανηγύρεις. Από βυζαντινής πλευράς παρευρίσκονταν έμποροι μεταξιού, μεταξωτών, αρωμάτων και καρυκευμάτων.42 Στην περιοχή της Αυγουστοπόλεως, στο θέμα των Ανατολικών, είχε καθιερωθεί ετήσια αγορά αρωμάτων.43 Ο Άραβας κυβερνήτης της Ταρσού, κατά την εκστρατεία που πραγματοποίησε το θέρος του 931, εισήλθε στην εγκαταλειμμένη πόλη του Αμορίου, όπου έγινε κύριος «μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων και τροφίμων».44

Το χερσαίο εμπόριο της αυτοκρατορίας άκμασε κατά την περίοδο της ανάπτυξης της ναυτικής ισχύος των Αράβων (825-965). Οι εκτιμήσεις για τον όγκο του μικρασιατικού εμπορίου διίστανται. Ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι πριν από τον 11ο αιώνα το χερσαίο εμπόριο, που εξυπηρετούσε κυρίως τη μεταφορά ειδών πολυτελείας, είχε μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (γυρίζω>τζίρος) από το θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου που συνδεόταν κυρίως με την προώθηση βαρέων στρατηγικών εμπορευμάτων (ξυλεία και μέταλλα). Αντίθετα άλλοι απορρίπτουν την άποψη ότι ο κύκλος εργασιών διά ξηράς με την Ανατολή ήταν μεγαλύτερος από τον κύκλο εργασιών της Μεσογείου.45





Στο εμπόριο με την Ανατολή πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζαν η Τραπεζούντα με τις γειτονικές της αρμενικές πόλεις και η Αττάλεια με τη γειτονική της Σελεύκεια. Οι δύο αυτές πόλεις, οι εμπορικές πύλες της Μικράς Ασίας προς την Ανατολή σύμφωνα με τη μαρτυρία του Άραβα γεωγράφου Ibn-Hauqal, διέθεταν τελωνεία, όπως και οι συνοριακές πόλεις της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, για τον έλεγχο και τον εκτελωνισμό των διερχόμενων εμπορευμάτων.

Η Τραπεζούντα δέσποζε στην ευρύτερη διοικητική περιφέρεια του θέματος Χαλδίας, εμπορική ζώνη με διεθνή σημασία. Εδώ γίνονταν κατ’ έτος πολλές εμποροπανηγύρεις με σημαντικότερη αυτή του Αγίου Ευγενίου που καθιερώθηκε επί Βασιλείου Α΄ (867-886). Έμποροι και ταξιδιώτες της Ανατολής (Άραβες, Αρμένιοι, Βυζαντινοί, Ρώσοι, Κόλχοι, Εβραίοι, Γεωργιανοί, Κιρκάσσιοι) επισκέπτονταν την πόλη, για να αγοράσουν και να πουλήσουν εμπορεύματα. Παράλληλα δραστηριοποιούνταν «πλείστοι και όλβιοι»46 ιθαγενείς έμποροι της περιοχής της Χαλδίας που η δράση τους εκτεινόταν ως τη Συρία.47 Το λιμάνι της Αττάλειας υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής περιόδου στρατιωτική βάση και πολυσύχναστο εμπορείον που προσέλκυε Βυζαντινούς, Σαρακηνούς, Αρμένιους, Εβραίους και Ιταλούς εμπόρους,48 ενώ είχε ιδιαίτερα πυκνή επικοινωνία με την Κύπρο,49 τη Συρία και την Αίγυπτο.


Στις αρχές της 4ης δεκαετίας του 10ου αιώνα (περί το 932) το εισόδημα του βυζαντινού αυτοκράτορα από το κομμέρκιο (τελωνείο) της Ατταλείας ήταν 21.600 νομίσματα και μαζί με τις δευτερεύουσες επιβαρύνσεις και συνήθειες έφθανε τα 30.000 νομίσματα και τους 10 αιχμαλώτους. Ο δασμός του κομμερκίου Τραπεζούντας ήταν περίπου τριπλάσιος (μικρότερος από 72.000 νομίσματα) από το εισόδημα του κομμερκίου Ατταλείας. Παραδόξως και το σφραγιστικό υλικό που διασώθηκε από το θέμα Χαλδίας και την Τραπεζούντα (31 αντίτυπα σφραγίδων) είναι περίπου τριπλάσιο από το υλικό που διασώθηκε από το τρίγωνο Αττάλεια-Σελεύκεια-Κύπρος (11 αντίτυπα)· αυτό δεν αποτελεί απλή σύμπτωση, αλλά αντανακλά τη διαφορά στην εμπορική κίνηση των δύο περιοχών και επικυρώνει τις πληροφορίες του Ibn Hauqal. O Ν. Οικονομίδης εξήγησε αυτή τη διαφορά με την υπόθεση ότι το μεγαλύτερο μέρος των εισαγόμενων από το αραβικό Χαλιφάτο εμπορευμάτων μεταφερόταν από τη θάλασσα και εκτελωνιζόταν στο τελωνείο της Αβύδου, παρακάμπτοντας την Αττάλεια και τη Σελεύκεια. Εννοείται ότι μετά τον εκτελωνισμό τους τα προϊόντα της Συρίας μπορούσαν να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη και διά ξηράς.

Πολύ μικρότερη κίνηση από αυτά της Τραπεζούντας και της Αττάλειας είχε το κομμέρκιο της Μεσοποταμίας. Για καραβάνια που ταξίδευαν από τις βυζαντινές χώρες και την Αντιόχεια προς το Χαλέπι και τις αγορές της Συρίας, μεταφέροντας κυρίως εμπορεύματα πολυτελείας, γίνεται λόγος και στη βυζαντινοαραβική εμπορική συνθήκη του 969/970. Η φορολόγηση των εμπορευμάτων γινόταν στο τελωνείο του Χαλεπίου, όπου συνεργάζονταν οι τελωνειακοί υπάλληλοι του βυζαντινού αυτοκράτορα και των δύο τοπικών αρχόντων της βόρειας Συρίας.50


Στην Τραπεζούντα κατέληγαν δρόμοι από τον Καύκασο, την κεντρική Ασία, την Κωνσταντινούπολη και τις ανατολικές επαρχίες της Μικράς Ασίας. Τα εμπορεύματα από την Τραπεζούντα προωθούνταν προς το ακμαίο γεωργιανό εμπορείο Adranuč (περί το 960),51 το οποίο κατ’ έτος εισέπραττε άπειρους τελωνειακούς δασμούς, «κομμέρκιον άπειρον», από το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ένας άλλος δρόμος οδηγούσε στη Θεοδοσιούπολη, την πόλη των καραβανιών, που άκμασε στις αρχές του 10ου αιώνα, για να συνεχίσει ανατολικότερα προς το ιρανικό υψίπεδο της Ταυρίδας και την κεντρική Ασία. Η Θεοδοσιούπολη ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο, το οποίο όμως αργότερα υποσκελίστηκε από το γειτονικό Άρτζε. Στο Άρτζε, όπου κατοικούσε πλήθος εμπόρων ποικίλης προέλευσης (Σύροι, Αρμένιοι κ.ά.), έφταναν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων από την Περσία, την Ινδία και την υπόλοιπη Ασία και είχαν συσσωρευθεί τεράστια πλούτη. Η πόλη καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τους Σελτζούκους στα μέσα του 11ου αιώνα (1049).52 Κατά τη διάρκεια της Α΄ Σταυροφορίας (1096-1099) η περιοχή είχε συνέλθει οικονομικά και η πόλη Ερζερούμ (η ανοικοδομηθείσα Θεοδοσιούπολη), που διαδέχτηκε το Άρτζε, άκμαζε εμπορικά.53Το τελωνείο της Μεσοποταμίας πάνω στο δρόμο που συνέδεε τον κεντρικό οδικό άξονα της χερσονήσου (Άγκυρα-Καισάρεια-Μελιτηνή) με την Άμιδα (Diyarbakr) και τηνΈδεσσα.54

Σημαντικότερος για το εμπόριο ήταν κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα ο διαγώνιος δρόμος που περνούσε από τη Νίκαια, το Δορύλαιον, το Ικόνιον, τις Κιλίκιες Πύλες και την Ταρσό και ακολούθως κατευθυνόταν προς την Αντιόχεια και το Χαλέπι. Οι έμποροι μετέφεραν τα προϊόντα τους συνήθως με καραβάνια από καμήλες, όταν επιχειρούσαν μακρινά ταξίδια μέσα στην αραβική επικράτεια. Ένα βυζαντινό καραβάνι που επέστρεφε με ένοπλη συνοδεία από τις Ινδίες, υπό την καθοδήγηση του πατρικίουΛέοντος Φωκά, κατευθυνόμενο πιθανώς προς την Κιλικία, αιχμαλωτίστηκε από ιππείς του Σύρου εμίρηAbu ‘l Hassan Ali Seif Eddauleh ibn Hamdan (916-969) και το φορτίο του κατασχέθηκε.55

Μετά την κρίση του τέλους του 11ου αιώνα και την αναδιοργάνωση του βυζαντινού κράτους από τουςΚομνηνούς (1081-1185) άνθησε και πάλι το εμπόριο με την Ανατολή. Οι οικονομικές συναλλαγές με τουςΣελτζούκους του Ικονίου και τους λαούς του Καυκάσου και της Ανατολής, παρά τις δυσχέρειες που προκαλούσαν οι πόλεμοι και η πειρατεία, άρχισαν να πυκνώνουν. Στο μεταίχμιο από το 12ο προς το 13ο αιώνα γινόταν στις Χώνες η πολυσύχναστη εμποροπανήγυρη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, η οποία προσείλκυε επισκέπτες όχι μόνο από τις γειτονικές πόλεις, αλλά και από τις μικρασιατικές ακτές και το σουλτανάτο του Ικονίου.56 Στο εμπόριο με τις χώρες του Καυκάσου δραστηριοποιούνταν τόσο Βυζαντινοί όσο και Γεωργιανοί έμποροι. Μαρτυρείται η παρουσία Γεωργιανών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Οι εμπορικές συναλλαγές συνδυάζονταν μερικές φορές με πειρατικές δραστηριότητες: ο Κωνσταντίνος Φραγγόπουλος ο οποίος, επίΑλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195-1203), στάλθηκε με έξι πλοία για να μεταφέρει προϊόντα από τη Φάσιδα στην Κωνσταντινούπολη, επιδόθηκε σε πειρατεία. Η Τραπεζούντα αποτελούσε σημαντικό κέντρο εμπορίου με τους λαούς της Ανατολής και του Καυκάσου. Ο Idrisi χαρακτηρίζει την πόλη μεγάλο εμπορικό κέντρο με πλούσιους εμπόρους, όπου σύχναζαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι.


Πολλά από τα πολύτιμα προϊόντα της Ανατολής εισάγονταν από την Αλεξάνδρεια. Από το εμπόριο αυτό επωφελούνταν οικονομικά και οι πόλεις της νότιας και δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας, που αποτελούσαν διαμετακομιστικά κέντρα αλλά και κέντρα παραγωγής και εξαγωγής διαφόρων φαρμακευτικών φυτών, όπως το αψέντι (η άψινθος) και η γεντιανή. Ένα από αυτά είναι η Σελεύκεια, η οποία αναφέρεται σε επιστολή από το αρχείο της συναγωγής του Καΐρου (έγγραφο της συλλογής Geniza) που χρονολογείται στην 4η δεκαετία του 12ου αιώνα.57Από την περίοδο του 13ου αιώνα αξιομνημόνευτες είναι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ του σουλτανάτου του Ικονίου και της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222-1254). Οι Σελτζούκοι προμηθεύονταν από τη Νίκαια είδη διατροφής, με αντίτιμο μεγάλα ποσά, σε χρυσό, και πολυτελή υφάσματα .
* Το λήμμα βρίσκεται σε στάδιο εκδοτικής επιμέλειας (σημ. εκδ.)




1. Laiou, A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδσελ. 697.
2. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XL, σελ. 176: Negotia autem haec (sc. Cappadocia) optima ubique mittere eam aiunt: leporinam uestem et babylonicarum pellium et illorum diuinorum animalium formositate.
3. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XLΙσελ. 178: (Galatia) negotiatur uestem plurimam, αυτόθικεφ. XLII, σελ. 178: Laodiciam, quae uestem solam et nominatam emittat, quae sic vocatur laodicena.
4. Πρβ. Pigulewskaja, N., Byzanz auf den Wegen nach Indien. Aus der Geschichte des byzantinischen Handels mit dem Orient vom 4. bis 6. Jahrhundert (Berliner Byzantinistische Arbeiten 36, Berlin, Amsterdam 1969), σελ. 73.
5. Κωνσταντίνος ΠορφυρογέννητοςΠερί βασιλείου τάξεως,  Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti De cerimoniis aulae byzantinae(Bonn 1829-1830), σελ. 405: ανοίγονται δε αι τρεις θύραι του κονσιστωρίουεάν (ο πρέσβης των Περσώνέχηι ίππους εις τα ξένια.
6. Balard, M., "Persien (wirtschaftliche und kulturelle Beziehungen mit Byzanz und dem Westen)" στο Lexikon des Mittelalters 6 (Münich, Zürich 1993), στήλ. 1898-1900, ιδστήλ. 1898.
7. Vryonis, S., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Isalmization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley, Los Angeles, London 1971), σελ. 23, σημ. 126.
8. Βλσχετικά Vryonis, S., "Travellers as a Source for the Societies of the Middle East: 900-1600", στο  Laiou-Thomadakis, A.E. (επιμ.), Essays in Honor of P. Charanis (New Brunswick, New Jersey 1980), σελ. 284-311, ιδσελ. 290-294.
9. ΠροκόπιοςΑπόκρυφος ιστορία, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia ΙΙΙ Historia Arcana (Leipzig 1905,αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), κεφΧΧ, 11: οι δε τους αγρούς κεκτημένοι καρπών των σφετέρων σεσηπότων τε και εικηι κειμένων, ανόνητοι ες αεί γίγνονται.
10. Βλσχετικά Hendy, M.F., Studies in the Βyzantine Μonetary Εconomy c. 300-1450 (Cambridge Mass. 1985), σελ. 554 κ.ε.
11. Hild, F. – Hellenkemper, H. (επιμ.), Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 108-112.
12. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XLV.
13. Rougé, J. (επιμ.), Expositio totius mundi et gentium (Sources chrétiennes 14, Paris 1966), κεφ. XLVII.
14. ΠροκόπιοςΥπέρ των πολέμων, Haury, J. –  Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia, De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙ, κεφ. 15, 4-5: [Λαζοί] επ’ εμπορίαι δε τηι κατά θάλασσαν προς Ρωμαίους αεί τους εν πόντωι ωικημένους εργαζόμενοι, αυτοί μεν γαρ ούτε άλας ούτε σίτον ούτε άλλο τι αγαθόν έχουσι, δέρρεις δε και βύρσας και ανδράποδα παρεχόμενοι τα σφίσιν επιτήδεια εκομίζοντο.
15. Ostrogorsky, G.,  Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Α΄,   Παναγόπουλος, Ι. (μτφρ.) (Αθήνα 1978), σελ. 140.
16. Ζαχαρίας Ρήτωρ, Ahrens, K. –  Kruger, G. (επιμ.-μτφρ.), Die sogenannte Kirchengeschichte des Zacharias Rhetor (Scriptores sacri et profani, fasc. III, Leipzig 1899), σελ 255.

17. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera OmniaDe Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙκεφ. 15 και 25.

18. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 6.1, σελ. 84.
19. ΠροκόπιοςΥπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera OmniaDe Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙV, κεφ. 3, 15. 
20. ΠροκόπιοςΥπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙV, κεφ. 2, 19. 
21. ΠροκόπιοςΥπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙκεφ. 15, 10-11.
22. ΠροκόπιοςΥπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Cesariensis Opera Omnia De Bellis Libris I-IV: Bellum Persicum, Bellum Gothicum, Bellum Vandalicum (Leipzig 1905, αναθεωρημένη έκδοση Leipzig 1963), lib. ΙΙκεφ. 29,16-18.
23. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 6.1, σελ. 70-72.
24. Ιωάννης Εφέσου, Brooks, E.W. (επιμ.), "John of Ephesus, Lives of the East Saints", στο Patrologia Orientalis 18 ( Paris 1924), σελ. 576 κ.ε.
25. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 10, σελ. 110 κ.ε.
26. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 19.1, σελ. 170.
27. Μένανδρος Προτήκτωρ, Blockley, R.C. (επιμ.), The History of Menander the Guardsman (ARCA. Classical and Medieval Texts 17, Liverpool 1985), απόσπ. 19, σελ. 170 κ.ε.: από το δρόμο αυτό οι βυζαντινές πρεσβείες επισκέφθηκαν τη χώρα των Τούρκων στο διάστημα 576-578 και μέσω αυτού εξυπηρετείτο ο Βαλεντίνος, ηγεμόνας στην Κριμαία την ίδια περίοδο.
28. Haussig, H.W.,  Die Geschichte Zentralasiens und der Seidenstraße in vorislamischer Zeit (Grundzüge 49, Darmstadt 1983), σελ. 149 κ.ε., 154.
29. Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces"  στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδσελ. 637· Brandes,W., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Berliner byzantinistische Arbeiten 56, Amsterdam 1989), σελ. 82 κ.ε.
30. Oikonomidès, N., "Silk Trade and Production in Byzantium from the Sixth to the Ninth Century: The Seals of Kommerkiarii" Dumbarton Oaks Paper 40 (1986), σελ. 33-53, ιδσελ. 49 και Laiou A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδσελ. 698.
31. Brandes,W., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Berliner byzantinistische Arbeiten 56, Amsterdam 1989), σελ. 158.
32. Νόμος Ροδίων Ναυτικός, Ashburner, W. (επιμ.), The Rhodian Sea Law (Pars Tertia 17, Oxford 1909), σελ. 22, 97. Βλσχετικά  Lopez, R.S., "The Role of the Trade in the Economic Readjustment of Byzantium in the Seventh Century", Dumbartron Oaks Paper 13 (1959), σελ. 69-85, ιδσελ. 80κ.ε.· Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces"  στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδσελ. 645· Laiou, A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδσελ. 699.
33. Βλ. Brandes, W., Die Städte Kleinasiens im 7. und 8. Jahrhundert (Berliner byzantinistische Arbeiten 56, Amsterdam 1989), σελ. 153 και Γερολυμάτου, M. «Εμπορική δραστηριότητα κατά τους σκοτεινούς αιώνες», στο Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος αι.) (ΙΒΕ/ΕΙΕ, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα 2001), σελ. 347-364, ιδ. σελ. 361-362. 
34. Θεοφάνους Χρονογραφία, De Boor, C. (επιμ.), Theophanes Chronographia I-II (Leipzig 1887), σελ. 469-470: και κατελθών εις Έφεσον και εις τον θεολόγον ευξάμενος, το κομμέρκιν του πανηγυρίου, ρ΄ λιτρων χρυσίου όν, εκούφισε προς θεραπείαν του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου…Πρβ. Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces" στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδ. σελ. 642-643 και Vryonis, S., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Isalmization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley, Los Angeles, London 1971), σελ.10.
35. Βίος αγίου Γρηγορίου Δεκαπολίτου, Dvornik, F. (επιμ.-μτφρ.), La vie de Saint Grégoire le Décapolite et les Slaves Macédoniens au IXe siècle(Paris 1926), σελ. 45-75· (BHG 711), κεφ. 9, σελ. 53.
36. Ibn Hauqal Kitab surat al-ard, Kramers, J.H. – Wiet, G. (επιμ.-μτφρ.), Ibn Hauqal, Configuration de la terre (Beyrout, Paris 1964), σελ. 153-154 και De Goeje, M.J. (επιμ.-μτφρ.), Ibn Hurdadbih, Liber viarum et regnorum (Bibliotheca geographorum Arabicorum 6, Lugduni Batavorum 1889, ανατ. 1967). Βλσχετικά Miquel, Α., La géographie humaine du monde musulman jusqu’ au milieu du 11e siècle. 4: Les travaux et les jours Geographie 4 (Paris 1988), σελ. 149 κ.ε.
37. Vasiliev, Α.Α., Byzance et les Arabes, 2La dynastie Macédonienne (867-959). Extraits de sources arabes (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2/2, Bruxelles 1950), σελ. 49 κ.ε.
38. Oikonomidès, N., "Un vaste atelier: artisans et marchands", στο Ducellier, A. – Balard, M. (επιμ.), Constantinople, 1054-1261. Tête de la chrétiente, proie des Latins, capitale grecque (Paris 1996), σελ. 104-135, ιδσελ. 124 κ.ε.
39. Επαρχικόν βιβλίον, Koder, J. (επιμ.), Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Wien 1991), κεφ. 10. 2, σελ. 110-110: Οφείλουσιν οι μυρεψοί, ηνίκα επεισέρχεται η αρμόζουσα αυτοίς πραγματεία είτε δια Χαλδαίων και Τραπεζουντίων η και εξ άλλων τινών τόπων, αναλαμβάνεσθαι ταύτην εξ αυτών, καθώς αν η ημέρα την ωνήν έχει του είδους.
40. Ibn Hauqal Kitab surat al-ard, Kramers, J.H. – Wiet, G. (επιμ.-μτφρ.), Ibn Hauqal, Configuration de la terre (Beyrout, Paris 1964), σελ. 192-193. Πρβ. Hild, F. – Hellenkemper, H. (επιμ.), Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 111.
41. Hild, F. – Hellenkemper, H., Kilikien und Isaurien (Tabula Imperii Byzantini 5, Wien 1990), σελ. 111.
42. Lombard, Μ.,  L’ Islam dans sa première grandeur (VIIIe-XIe siècle) (Paris 1973), σελ. 226 κ.ε., 227 (χάρτης με τους εμπορικούς δρόμους μεταξύ της Μικράς Ασίας και του Χαλιφάτου) και Πασχάλης, Α.Ν., "Το εμπόριο των αρωμάτων και των αρωματικών φυτών στο Βυζάντιο" στο Πολιτιστικό-Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ (επιμ.) Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά. Παραδοσιακές χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησής τους. Ζ΄ τριήμερο εργασίας, Κύπρος, Παραλίμνι, 21-25 Μαρτίου 1997 (Αθήνα 2001), σελ. 138-152, ιδ. σελ. 143.
43. Vasiliev, Α.Α., Byzance et les Arabes, 2. La dynastie Macédonienne (867-959). Extraits de sources arabes (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2/2, Bruxelles 1950), σελ. 400 και Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces"  στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδσελ. 651: Είναι προφανές ότι εδώ έχουμε μια περίπλοκη οικονομική επιχείρησηπου διασφάλιζε τη διανομή των προϊόντων πολυτελείας στις επαρχίες.
44. Vasiliev, Α.Α., Byzance et les Arabes, 2. La dynastie Macédonienne (867-959). Extraits de sources arabes, (Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2/2, Bruxelles 1950), σελ. 152.
45. Οικονομίδης, Ν. "Πόλεις-Commercia στην Μικρά Ασία του 10ου αιώνα" στο Λαμπάκης, Σ. (επιμ.) Η βυζαντινή Μικρά Ασία (6ος-12ος αι.)(ΙΒΕ/EIE Διεθνή Συμπόσια 6 [=Κέντρο για τη Μελέτη του Ελληνισμού], Αθήνα 1998), σελ. 67-72, ιδ. σελ. 72.
46. Άγιος Ευγένιος Τραπεζούντος, Rosenquist, J.O. (επιμ.), The Ηagiographical Dossier of St. Eugenios of Trevizond in Codex Athous Dionysiou 154. A Critical Edition with Introduction, Translation, Commentary and Indexes (Acta Universitatis Upsaliensis 3, Uppsala 1996), σελ. 212.
47. Oikonomidès, N., "Le marchand byzantin des provinces", στο Centro italiano di studi sull alto medioevo (επιμ.), SCIAM 40: Mercati et mercanti nell’ alto medioevo: L’ area euroasiatica e l’ area mediterranea (Spoleto 23-29 Απριλίου 1992) (Spoleto 1993), σελ. 633-665, ιδσελ. 653.
48. «Βίος και πολιτεία και μερική θαυμάτων διήγησις του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Λαζάρου του εν τω Γαλησίω όρει ασκήσαντος, συγγραφείς παρά του αγιωτάτου πατριάρχου κυρού Γρηγορίου», Acta Sanctorum Novembris ΙΙΙ (Bruxellis 1910), σελ. 588-606, ιδ. κεφ. 230, σελ. 590: Εξ εκείνου δε την Αττάλειαν καταλαβών –πόλις αύτη Κιλίκων τά τε άλλα περιφανής και ότι αγχίαλος και πλήθος αεί των πανταχόθεν εις αυτην καταιρόντων– επιβουλεύεται χρυσού έκδοτος εις δουλείαν γενέσθαι Σαρακηνοίς, οι πολλοί περί την Αττάλειαν το τηνικάδε έτυχον όντες, εμπορίας χάριν κατάραντες.
49. «Βίος του οσίου Κωνσταντίνου του εξ Ιουδαίων», στο Delehaye, H. (επιμ.), Acta Sanctorum Novembris IV (1925), σελ. 657-669, ιδ. σελ. 635: ης αφορμάν ειώθασιν οι πλείστοι των εις Κύπρον πορευομένων.
50. Canard, M., Histoire de la dynastie des H'amdanides de Jazîra et de Syrie (Publications de la Faculté des lettres d'Alger, 2. sér., t. 21 , Paris 1953), σελ. 835-836.
51. Κωνσταντίνος ΠορφυρογέννητοςΠρος τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G., – Jenkins, R.J.H. (επιμ.-μτφρ.), Constantinus Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Washington D. C. 1967), σελ. 216-217.
52. Ατταλειάτου Μιχαήλ, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 148: Διελθών ουν ημέραν εξ ημέρας την προκειμένην οδόν, κατέλαβε την Θεοδοσίου πόλιν, επι μεν τωι προ του χρόνωι παραμεληθείσαν και αοίκητον γενομένην δια το εν τηι πολιτείαι του Άρτζη πλησίον ούσηι και εν καλώι της θέσεως ορωμένηι μεταθέσθαι τους ανθρώπους την οίκησιν, και μεγάλην εγκαταστήσαι χωρόπολιν και παντοίων ωνίων, όσα Περσική τε και Ινδική και η λοιπή Ασία φέρει, πλήθος ουκ ευαρίθμητον φέρουσαν, προ ολίγων δε χρόνων ανοικοδομηθείσαν και κατοχυρωθείσαν, την Θεοδοσίου πόλιν λέγω τάφρωι και τείχεσι δια την των Τούρκων εκ του ανελπίστου γειτνίασιν, δι' ων εξ επιδρομής η πολιτεία του Άρτζη πάμπληθη την σφαγήν προϋπέμεινε και την άλωσιν... Την πληροφορία παραδίδει και ο Σκυλίτζης στο Ιωάννου του Σκυλίτζη, Σύνοψις ιστορίων, Thurn, I. (επιμ.),  Ioannis Scylitzae, Synopsis Historiarum, (CFHB 5, Berlin, New York 1973), σελ. 45. Πρβ. Ducellier, A., Byzance et le monde orthodoxe (Paris 1992), σελ 208· Vryonis, S., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Isalmization from the Eleventh through the Fifteenth Century (Berkeley, Los Angeles, London 1971), σελ.15 κ.ε.· Laiou, A.E., "Exchange and Trade, Seventh-Twelfth Centuries", στο Laiou, A.E., (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 689-762, ιδσελ. 740.
53. Ducellier, A., Byzance et le monde orthodoxe (Paris 1992), σελ 208.
54. Ducellier, A., Byzance et le monde orthodoxe (Paris 1992), σελ 210 (χάρτης με το δίκτυο των εμπορικών δρόμων της Μικράς Ασίας στα μέσα του 11ου αιώνα).
55. Πασχάλης, Α.Ν., «Το εμπόριο των αρωμάτων και των αρωματικών φυτών στο Βυζάντιο», στο Πολιτιστικό-Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ (επιμ.),Φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά. Παραδοσιακές χρήσεις και δυνατότητες αξιοποίησής τους. Ζ΄ τριήμερο εργασίας, Κύπρος, Παραλίμνι, 21-25 Μαρτίου 1997 (Αθήνα 2001), σελ. 138-152, ιδ. σελ. 143.
56. Belke, K. – Mersich, N., Phrygien und Pisidien (Tabula Ιmperii Βyzantini 7, Wien 1990), σελ. 65.
57. Goitein, S.D. "A Letter from Seleucia (Cilicia), dated 21 July 1137", Speculum 39 (1964), σελ. 298-305, ιδσελ. 299.

ΤΕϠΟΣ