Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

TO ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ  ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ 

           
          Χάρτης του 1660 με ονοματολογία  σε χαλκιδική διάλεκτο


Αν η Ρωμηοσύνη την δύναμη της και τη ασφάλεια της την χρωστούσε στην καλή λειτουργία των υπηρεσιών του, την δυνατότητα να ξοδεύει για τις υπηρεσίες αυτές του την έδινε το εμπόριο του. Η ιστορία του« Βυζαντίου» είναι πρώτα απ’ όλα, η ιστορία της οικονομικής τους πολιτικής και η ιστορία του εμπορίου του Μεσαίωνα. 
Λίγες πόλεις είχαν το προνόμιο να βρίσκονται σε μια τόσο εξαιρετική εμπορική θέση όπως η Κωνσταντινούπολη, που είχε χτιστεί στον πορθμό μεταξύ Βορρά και Νότου και στην γέφυρα της ξηράς μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Και λίγοι λαοί υπήρξαν τόσο ικανοί στο εμπόριο όσο οι Έλληνες και οι λιγότεροι Αρμένιοι, που αποτελούσαν τους κατοίκους της. Δεν είναι καθόλου εκπληκτικό ότι αιώνες ολόκληρους ,το όνομα της Κωνσταντινούπολης ήταν συνώνυμο του πλούτου- μιά πόλη που οι θησαυροί της «ούτε τελειώνουν ούτε μετριούνται». Οι θησαυροί όμως αυτοί δεν είχαν αποκτηθεί τυχαία. Δεν ήταν μόνο η τοποθεσία, χρειάστηκε και η προσπάθεια των ανθρώπων για να πλουτίσει η Πόλη. 
Ως την στιγμή που ο Κολόμβος και ο Βάσκο ντα Γκάμα εγκαινίασαν μια καινούργια εποχή, το εμπόριο απ’ την Άπω Ανατολή στην Μεσόγειο ήταν το κυριότερο του κόσμου. Η περιοχή της Μεσογείου είχε την δυνατότητα να τραφεί μόνη της και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της, στις εποχές όμως που ευημερούσε λαχταρούσε τα είδη πολυτελείας, που μόνο η Ανατολή μπορούσε να τους προμηθεύσει. Στους πρώτους αιώνες μ.Χ. το ανατολικό εμπόριο παρουσίαζε εξαιρετική άνθηση. Η Ρώμη έκανε μεγάλες εισαγωγές από τις Ινδίες μπαχαρικά, βότανα και ξύλο σανδάλου, και πάνω απ’ όλα, μετάξι κυρίως ακατέργαστο, από την Κίνα. -ΓΙΑΤΙ ΑΡΑΓΕ ΘΕΩΡΟΥΝ ΟΙ ΔΥΤΙΚΟΙ ΟΤΙ Ο ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΤΟΝ ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΠΛΟΥΤΟ!!- Αυτά όλα έπρεπε να πληρωθούν, και οι εξαγωγές της Μεσογείου, από γυαλικά, σμάλτα και έτοιμα προϊόντα, δεν ήταν αρκετές. Μεγάλες ποσότητες χρυσάφι πήγαιναν κάθε χρόνο στην Ανατολή και η αφαίμαξη αυτή οδήγησε στη οικονομική κρίση που σιγά-σιγά απλώθηκε στον ρωμαϊκό κόσμο. Η ζήτηση όμως για το μετάξι εξακολουθούσε και τις αρχές τις απασχολούσε πολύ να βρεθεί ένας τρόπος να το προμηθεύονται όσο το δυνατόν πιο φτηνά. 
Το ανατολικό εμπόριο μπορούσε να ακολουθήσει διάφορους δρόμους. Mπορούσε να διασχίσει το σημερινό Τουρκεστάν ως την Κασπία και από κει να ακολουθήσει ή ένα βόρειο δρόμο ως τον ποταμό  Βόλγα και την Μαύρη Θάλασσα και να φτάσει στην Χερσώνα ή ένα δρόμο νότιο, μέσα απ’ την βόρεια Περσία ως την Νίσιβι  ,  στα αυτοκρατορικά σύνορα ή μπορούσε ακόμα να διασχίσει την Αρμενία, να φτάσει στην Τραπεζούντα. Ήταν επίσης δυνατόν να διασχίσει τις Ινδίες και το σημερινό Αφγανιστάν και την κεντρική Περσία ως την Νίσιβι ή την Συρία. Μπορούσε απ’ την θάλασσα να ανέβει τον Περσικό Κόλπο και ύστερα διασχίζοντας την Περσία να φτάσει στην Συρία ή ήταν δυνατόν να κάνει όλο το ταξίδι ανεβαίνοντας την Ερυθρά Θάλασσα ως την Αίγυπτο. Δύο μόνο δρόμοι αποφεύγανε την Περσία, ο βορειότερος που προϋπέθετε μια σταθερότητα σπάνια ανάμεσα στα έθνη των στεπών και ο νοτιότερος που προϋπέθετε εμπορικό ναυτικό στα νότια του Σουέζ. Η Περσία ήταν μια συνεχής απειλή για το εμπόριο. Έβαζε μεγάλους δασμούς και σε καιρό πολέμου σταματούσε τελείως κάθε μεταφορά. Στην πραγματικότητα ένας αναγκαστικός περιοδικός περιορισμός δεν ήταν κακός για το εμπορικό ισοζύγιο της Αυτοκρατορίας, το αποτέλεσμα όμως ήταν ανεργία στα εργοστάσια την των μεταξωτών. Η αυτοκρατορική διπλωματία προσπάθησε όλο τον 5ο και τον 6ο αιώνα, να εξασφαλίσει τους δύο ελεύθερους δρόμους και ήρθε σε διαπραγματεύσεις με το Ουννικό και το Τουρκικό « βασίλειο» των στεπών καθώς και με τους Αβησσυνούς, που το βασίλειο τους της Αξώμης εξουσίαζε την Ερυθρά Θάλασσα.


Ο Ρωμηός Αυτοκράτορας Αναστάσιος ΙΙ
 Ο 6ος αιώνας ήταν ο μεγάλος αιώνας του ανατολικού εμπορίου. Η Αυτοκρατορία επί Αναστασίου και στα πρώτα χρόνια της δυναστείας του Ιουστίνου, είχε αναζωογονηθεί και ευημερούσε και ο δρόμος απ’ την Ανατολή περνούσε από λαούς ήσυχους. Το μετάξι ταξίδευε ακόμα απ’ την στεριά μέσα απ’ την Περσία ως τα αυτοκρατορικά τελωνεία στο Νίσιβι και στο Δάρας. Από κει το μεταφέρανε για επεξεργασία στην Κωνσταντινούπολη και στα εργοστάσια της Τύρου και της Βηρυτού. Μερικοί όμως έμποροι με όλα τα μπαχαρικά των Ινδιών ταξίδευαν απ’ την θάλασσα. Ένας παλιός ναυτικός ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, έγραψε ένα βιβλία για να αποδείξει χάρη στη μεγάλη του πείρα, ότι η γη ήταν επίπεδη. Και σ΄ αυτό το βιβλίο περιγράφει το ινδικό εμπόριο. Το γραφείο ανταλλαγής όλης της Ανατολής ήταν η Ταπροβάνη (Κεϋλάνη). Τα αγαθά της Ανατολής, μετάξι απ’ την Κίνα, μετάξι, αλόη, μοσχοκάρφια και ξύλο σανδάλου απ’ την Ινδοκίνα, πιπέρι απ’ την Μαλαισία, χαλκός απ’ την Καλιάνα (κοντά στην Βομβάη), μόσχος και καστόρια απ’ το Σιντού, όλα μαζεύονταν εκεί μαζί με τα κοσμήματα της Ταπροβάνης. Το μετάξι συνήθως το αρπάζανε οι Πέρσες έμποροι και ανέβαιναν τον Περσικό Κόλπο. Τα άλλα αγαθά τα μεταφέρανε με πλοία κυρίως αβυσσηνιακά, ως την Άδουλι στην Ερυθρά θάλασσα, την πρωτεύουσα της Αξώμης, και από κει σχεδόν αποκλειστικά με πλοία αυτοκρατορικά, ως το τελωνείο της Ιωτάβης, στην άκρη της χερσονήσου του Σινά. Από εκεί τα μεταφέρανε στο Κλύσμα κοντά στο Σουέζ, όπου ήταν εγκατεστημένος μόνιμα ένας αυτοκρατορικός υπάλληλος, ο λογοθέτης, που κάθε χρόνο επισκεπτόταν τις Ινδίες. Στην πραγματικότητα τα αυτοκρατορικά πλοία δεν πήγαιναν συχνά στην Ταπροβάνη, παρ’ όλο που υπήρχαν εκεί αποικίες χριστιανών νεστοριανών, όπως άλλωστε και στην Καλλιάνα και στην Μαλαισία, ενώ στην Σοκότρα (νήσο του Διοσκουρίδου) υπήρχαν πολλοί κάτοικοι ελληνόφωνοι. Το χρήμα όμως το προτίμησαν οι έμποροι όλων των φυλών της Ανατολής ήταν το αυτοκρατορικό νόμισμα, κι αυτό βοηθούσε πάρα πολύ το εμπόριο της Αυτοκρατορίας. Οι Αβυσσηνοί εμπορεύονται επίσης με την κεντρική Αφρική, όπου συχνά τους ακολουθούσαν έμποροι της Αυτοκρατορίας. Κάθε δεύτερο χρόνο κατέβαιναν με τα πλοία τους πολύ χαμηλά στον νότο, ύστερα προχωρούσαν στο εσωτερικό, και για διάφορα είδη που έδιναν, γύριζαν πίσω φορτωμένοι με κομμάτια χρυσάφι. Ο Κοσμάς μάλιστα σε ένα ταξίδι στον νότο, είδε άλμπατρους. Ύστερα τα εμπορεύματα της Ανατολής τα κυκλοφορούσαν σε όλο τον μεσογειακό κόσμο έμποροι Σύροι, που είχαν αποθήκες σε όλα τα λιμάνια και μαζί μεταφέρανε και τα διάφορα νέα. Ένας Σύρος έμπορος διηγήθηκε στον άγιο Συμεών το Στυλίτη την ιστορία της αγίας Γενεβιέβης.
         Πτολεμαϊκός παγκόσμιος χάρτης, μετασκευασμένος από τον  Johan Scotus, 1505


Την εποχή του Ιουστινιανού η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Οι πόλεμοι του με την Περσία δημιούργησαν δυσκολίες στην μεταφορά του μεταξιού και η προσπάθεια του να κρατήσει χαμηλά την τιμή του απλώς κατέστρεψε τους ιδιώτες βιομηχάνους. Τότε εξαγόρασε τα εργοστάσια τους και έτσι σχεδόν τυχαία, έκανε το μετάξι αυτοκρατορικό μονοπώλιο. Ο Ιουστίνος Β΄ που βρήκε την αυτοκρατορία να έχει ακόμα μεγάλη ανάγκη από μετάξι, εξ αιτίας των περσικών πολέμων, προσπάθησε να ανοίξει τον δρόμο μέσα απ’ τις στέπες, αλλά το έργο αυτό ξεπερνούσε τις δυνατότητες της αυτοκρατορικής διπλωματίας. Στο μεταξύ όμως έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο νεστοριανοί μοναχοί με το μυστικό του μεταξοσκώληκα και με τα αυγά του μέσα στα κούφια ραβδιά τους. Σε λίγο καιρό η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα είχε απλωθεί σε όλη την Αυτοκρατορία και από την εποχή εκείνη η εισαγωγές απ’ την Ανατολή άρχισαν να λιγοστεύουν. 
Ύστερα από λίγο καιρό οι Άραβες κατακτήσανε την Συρία και την Αίγυπτο. Παρ’ όλο που για την Αυτοκρατορία αυτό ήταν κακό, η Κωνσταντινούπολη βγήκε κερδισμένη. Η συριακή εμπορική ναυτιλία καταστράφηκε και το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου έμεινε στους Έλληνες. Στην αρχή οι δοσοληψίες ανάμεσα στην Συρία και στην Αυτοκρατορία σταμάτησαν. Ακόμα και τον 8ο αιώνα το εμπόριο έκανε τον γύρο, περνούσε απ’ την Αίγυπτο, την Αφρική και την Σικελία και ύστερα απ’ την Μονεμβασία ερχόταν στο Αιγαίο-αυτό τον δρόμο ακολούθησε και η πανώλης που ερήμωσε την Κωνσταντινούπολη επι Κωνσταντίνου Ε΄. Σιγά-σιγά όμως τα αγαθά της Ανατολής ανακάλυψαν και πάλι στον δρόμο της ξηράς μέσα από την Μικρά Ασία ή ακόμα πιο συχνά, πήγαιναν στην Τραπεζούντα, στην Μαύρη Θάλασσα, απ’ όπου τα έπαιρναν πλοία ελληνικά και τα έφερναν να διατεθούν στην Κωνσταντινούπολη. Όλο αυτό το διάστημα η βιομηχανία του μεταξιού συνεχώς προόδευε και πολύ γρήγορα το αυτοκρατορικό εργοστάσιο της Κωνσταντινούπολης απόκτησε το παγκόσμιο μονοπώλιο της κατασκευής πολύτιμων υφασμάτων. Οι Άραβες στην Ανατολή και οι Χαζάροι στον Βορρά, καθώς και τα δυτικά έθνη, όλοι συναγωνίζονταν ποιός θα πρωτοαγοράσει τα χρυσούφαντα μεταξωτά του Βυζαντίου. 


                        Οι κατακτήσεις ανατολικά των ελλήνων επί Μεγάλου Αλεξάνδρου
Τον  9ο και τον 10ο αιώνα το βυζαντινό εμπόριο ήταν στον κολοφώνα του. Τα ελληνικά πλοία έκαναν ένα εμπόριο κυρίως ακτοπλοϊκό, προπαντός στην Μαύρη Θάλασσα. Το εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο ήταν περιορισμένο. Η εισαγωγή σιταριού απ’ την Αίγυπτο και την Αφρική είχε σταματήσει με την αραβική κατάκτηση και χάρη επίσης στην συνεχή ανάπτυξη της γεωργίας στην Μικρά Ασία. Και η ύπαρξη Αράβων πειρατών στο Αιγαίο δεν ενθάρρυνε τις ναυτικές επιχειρήσεις. Εξακολουθούσαν όμως να εισάγουν εμπορεύματα από την Άπω Ανατολή και βότανα απ’ τις Ινδίες και ή τα έφερναν διασχίζοντας την Περσία και τη Αρμενία ως την Τραπεζούντα ή τα ανέβαζαν από τον Περσικό Κόλπο στην Βαγδάτη και από κει προς τον βορρά, πάλι για το ίδιο λιμάνι. Οι Άραβες είχαν πάρει στα χέρια τους όλο το εμπόριο του Ινδικού ωκεανού-το βασίλειο την Αξώμης είχε διαλυθεί-δεν ξανάνοιξαν όμως τον δρόμο του Σουέζ. Ο Αρούν-αλ-Ρασίντ είχε σκεφτεί να φτιάξει εκεί ένα κανάλι, φοβήθηκε όμως μήπως έτσι όλο το εμπόριο της Ερυθράς Θάλασσας το έπαιρναν τα ελληνικά πλοία. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσει έτσι ακόμα μεγαλύτερη σημασία η Τραπεζούντα, που έγινε το μεγάλο λιμάνι της Ανατολής. Μετά την ανάκτηση της Αντιόχειας, ένα μεγάλο μέρος του ανατολικού εμπορίου λόξευε απ’ το Χαλέπι στην Αντιόχεια και από κει έφτανε στην θάλασσα, στο λιμάνι της Σελεύκειας. Στο μεταξύ αναπτύχτηκε περισσότερο και το εμπόριο του βορρά. Οι Χαζάροι και οι γείτονες τους έφερναν τις γούνες τους δούλους και τα παστά ψάρια των στεπών ή πλοία ρωσικά τα μεταφέρανε απ’ το Δάναπρι (Δνείπερο) κατ’ ευθείαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα κεχριμπάρια της Βαλτικής και οι γούνες και τα μέταλλα της κεντρικής Ευρώπης έφταναν στην Θεσσαλονίκη, για να μεταφερθούν από κει στα άλλα μέρη με τα πλοία των Ελλήνων. Ελληνικά επίσης πλοία έκαναν και ένα μέρος του εμπορίου μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Δύσης. Η Βάρις, η πρωτεύουσα του βυζαντινού θέματος της Λογγοβαρδίας ή Ιταλίας, ήταν ένα λιμάνι που ανθούσε, το εξυπηρετούσε όμως κυρίως το δικό του τοπικό ναυτικό. Και σιγά-σιγά οι ιταλικοί τοπικοί εμπορικοί στόλοι έδιωξαν τους Έλληνες από τα νερά της Ιταλίας. Η αύξηση του πλούτου στην Δύση σήμαινε καινούργια δραστηριότητα για όλα τα ιταλικά λιμάνια.
Ψηφιδωτό από το μουσείο της Αντιόχειας Μικρά Ασία
Τον 10ο αιώνα η Αμάλφη, και σε μικρότερη κλίμακα η Νεάπολη και η Γαέτα, είχαν αναπτύξει μεγάλες υπερπόντιες σχέσεις. Και σε λίγο έκαναν την εμφάνιση τους οι έμποροι της Πίσης και της Γενούης. Τον 10ο αιώνα υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη ένας μόνιμος αντιπρόσωπος της Αμάλφης και μια παροικία που συνεχώς μεγάλωνε και το 1060 ο αμαλφιτανός πατρίκιος Πανταλέων είχε εκεί ένα θαυμάσιο παλάτι. Το κυριότερο όμως λιμάνι της Δύσης ήταν η Βενετία που βρισκόταν σε μια θέση εξαιρετική για την διεξαγωγή του γερμανικού καθώς και του λομβαρδικού εμπορίου. Στο τέλος του 10ου αιώνα όλη η Ανδριατική βρισκόταν στα χέρια των Βενετών. Εξακολουθούσαν να είναι ακόμα κατ’ όνομα υποτελείς της Αυτοκρατορίας και οι αυτοκρατορικές αρχές εξακολουθούσαν πάντα, με διαφορετική κάθε επιτυχία, να εκδίδουν διατάγματα που απαγόρευαν στους Βενετούς να εμπορεύονται με τους Άραβες. Ο Βασίλειος Β΄τους έδωσε ειδικά προνόμια: τους επέτρεψε να πληρώνουν μειωμένους εξαγωγικούς δασμούς όταν έφευγαν απ’ την Κωνσταντινούπολη, υπό τον όρο ότι θα ασκούσαν επιτήρηση στην Ανδριατική και με την υπόσχεση ότι θα μεταφέρουν όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Τα είδη που έφερναν οι Βενετοί στην Αυτοκρατορία ήταν κυρίως όπλα, δούλοι, ξυλεία και χοντρά μάλλινα υφάσματα. Η αγορά των δούλων της Βενετίας ήταν πάρα πολύ γνωστή. Πρέσβης του Βασιλείου Α΄αγόρασε εκεί σλάβους ιεραπόστολους και το Βυζάντιο έκανε συνεχώς διαμαρτυρίες για να μην πουλάνε χριστιανούς σε απίστους. Οι πρέσβεις της Δύσης, όπως ο Λουϊτπράνδος, ταξίδευαν συνήθως με πλοία ενετικά, που εκτός απ’ το εμπόριο, μεταφέρανε και το ταχυδρομείο.
ΡΩΜΕΪΚΟ ΨΗΦΙΔΩΤΟ


Τον 11ο αιώνα άρχισε με τη παρακμή του βυζαντινού εμπορίου. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι συμφορές της Αυτοκρατορίας ήταν πολλές. Η οικονομική της ζωή είχε αναστατωθεί επειδή είχε χάσει το κυριότερο τμήμα της Μικράς Ασίας που το πήραν οι Σελτζούκοι, πράγμα που κατάστρεψε την οργάνωση του αυτοκρατορικού στρατού και στόλου και αναστάτωσε τον επισιτισμό της. Οι Νορμανδοί εισβολείς δημιούργησαν αναταραχές στην Δύση και το 1147 ο Ρογήρος Β΄κυρίευσε την Θήβα και την Κόρινθο και πήρε μεταξοσκώληκες και μεταξουργούς στην Ιταλία, καταλύοντας έτσι το αυτοκρατορικό μονοπώλιο.

ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ ΑΠΟΨΗ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ
Τέλος οι σταυροφορίες άλλαξαν τους εμπορικούς δρόμους του κόσμου προς μεγάλη ζημία της Κωνσταντινούπολης. Τα εμπορεύματα δεν πήγαιναν πια στην Τραπεζούντα, ούτε διασχίζανε την Μικρά Ασία-οι Σελτζούκοι ήταν εμπόδιο. Τα φόρτωναν στα λιμάνια της Λατινικής Συρίας σε πλοία ιταλικά, που τα μεταφέρανε κατευθείαν στην Δύση, αποφεύγοντας τους τελωνειακούς δασμούς του Βυζαντίου. Για την Κωνσταντινούπολη δεν έμενε παρά το εμπόριο του Βορρά. Αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετό, γιατί το εμπόριο της Άπω Ανατολής έπαιρνε όλο και περισσότερο ένα δρόμο βόρειο, ταξιδεύοντας απ’ την ξηρά, μέσα απ’ το Τουρκεστάν, για την Μαύρη Θάλασσα. Η πολιτική κατάσταση ήταν όμως τέτοια ώστε και αυτό το εμπόριο έπεσε στα χέρια των Ιταλών. Για αντάλλαγμα της απαραίτητης βοήθειας του στόλου τους για να προφυλαχτούν επίσης απ’ τις πειρατικές επιδρομές τους, οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών παραχωρούσαν όλο και περισσότερα προνόμια, πρώτα στην Βενετία και ύστερα στην Πίσα και την Γένουα. Είχε επιτραπεί στους εμπόρους τους να πληρώνουν μόνο 4% τελωνειακό δασμό, αντί το 10% που ακόμα και οι ίδιοι οι πολίτες της Αυτοκρατορίας ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν. Συγχρόνως τους έδωσαν συνοικίες μέσα στην ίδια την Πόλη και σε άλλα λιμάνια όπου εγκατέστησαν κοινότητες με αυτοδιοίκηση. Το 1180 υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη 60.000 Δυτικοί. Επί Ανδρόνικου Α΄ παρουσιάστηκε μια αντίδραση. Σε όλη την Αυτοκρατορία έγιναν μεγάλες σφαγές των Ιταλών και τα προνόμια ανακλήθηκαν. Ήταν όμως πολύ αργά πια. Η δηλητηριασμένη αυτή ατμόσφαιρα οδήγησε στην Τέταρτη Σταυροφορία και στην καταστροφή της Αυτοκρατορίας. 

Η Λατινική Αυτοκρατορία πέθανε στην βρεφική της ηλικία. Οι Λατινικές ηγεμονίες δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθούν πολύ καιρό. Η Βενετία όμως έβαλε τις βάσεις μιας εμπορικής επικράτειας που επρόκειτο να ρυθμίσει όλο το εμπόριο της Ανατολής. Οι αποικίες της ήταν σκορπισμένες σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, στο Αιγαίο και στην Μαύρη Θάλασσα.

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΟΥΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΕΡΑ


Οι Παλαιολόγοι ανακτήσανε την Αυτοκρατορία με την βοήθεια των Γενουατών. Οι Γενουάτες όμως έπρεπε να πληρωθούν. Ανταμοιβή τους ήταν το υπόλοιπο του εμπορίου της Μαύρης Θάλασσας και η πόλη της Περαίας ή του Πέραν στην απέναντι όχθη του Κεράτιου Κόλπου. Μόνο με δύο πόλεις στην Μαύρη θάλασσα τους είχε απαγορευτεί να εμπορεύονται: η Ματράχα(πιθανώς στην χερσόνησο Ταμάν) και η Rosia (Κέρτς) έμειναν για τους Έλληνες. Στον συναγωνισμό όμως μαζί τους το ελληνικό ναυτικό εξοντώθηκε. Η μεγάλη άνθηση του εμπορίου της Μαύρης θάλασσας, που ήταν αποτέλεσμα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, πλούτισε μόνο τους Γενουάτες.

Στην Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων, ενώ το Πέραν ανθούσε και προόδευε η Κωνσταντινούπολη σιγά-σιγά μαραινόταν. Τα εργοστάσια της εξακολουθούσαν να φτιάχνουν είδη πολυτελείας ονομαστά σε όλον τον κόσμο, οι αγορές της όμως ήταν άδειες και οι αποβάθρες της έρημες. Δεν υπήρχνα παρά οι βάρκες που μεταφέρανε τα εμπορεύματα απέναντι στις αποθήκες του Πέραν.
 Η Θεσσαλονίκη διατήρησε περισσότερο καιρό την ευμερία της. Οι Έλληνες έμποροι εξακολουθούσαν να έχουν ακόμα στα χέρια τους τις εξαγωγές της χερσονήσου του Αίμου, οι μεταφορές όμως γίνονταν κυρίως απ’ τους Ιταλούς. Το ίδιο ισχύει και για την Τραπεζούντα, όπου τα περσικά και τα καυκασιανά εμπορεύματα εξακολουθούσαν να φέρνουν χρήμα στο θησαυροφυλάκιο των μεγάλων Κομνηνών. Στην Δύση όμως τα μεταφέρανε πλοία γενουατών. 

Τις μεγάλες ημέρες της ευημερίας της η Κωνσταντινούπολη τις χρωστούσε στη θέση της πάνω στους δρόμους του παγκοσμίου εμπορίου. Υπήρχε ένα ομοιόμορφος δασμός 10% για τις εξαγωγές και για τις εισαγωγές. Τους εισαγωγικούς δασμούς τους εισπράττανε στην Άβυδο του Ελλησπόντου ή στο Ιερόν του Βοσπόρου, τους εξαγωγικούς δασμούς στην Κωνσταντινούπολη. Ως την εποχή που οι Ιταλοί απόκτησαν τα ειδικά προνόμια τους κανένα εμπόρευμα δεν μπορούσε να περάσει τα Στενά χωρίς να πληρώσει το δασμό του. Χάρη σ’ αυτό ένας συνεχής χείμαρρος απο χρυσάφι έρρεε στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, όσο καιρό οι γείτονες της Αυτοκρατορίας ήταν αρκετά πλούσιοι, ώστε να μπορούν να αγοράζουν τα εμπορεύματα με την πρόσθετη αυτή επιβάρυνση στην τιμή τους. Όταν όμως όλος ο κόσμος, όπως τον 7ο αιώνα, ή έστω μόνο η Ανατολή, όπως τον 11ο, βυθιζόταν στο χάος και στην φτώχεια, η Αυτοκρατορία αισθανόταν αμέσως τον αντίκτυπο. Οι δασμοί της έκαναν την μεταφορά των εμπορευμάτων πολύ δαπανηρή. Αισθανόταν επίσης τον αντίκτυπο, γιατί και τα δικά της εργοστάσια ήταν μόνο για είδη πολυτελείας.
Η ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  ΠΟΛΙΣ
 Τα εργοστάσια βρίσκονταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. Πιθανόν το μεγαλύτερο να ήταν ο αυτοκρατορικός γυναικωνίτης, όπου ένας μεγάλος αριθμός απ’ εργάτες και γυναίκες ήταν απασχολημένοι με την κατασκευή των μεταξωτών, των χρυσούφαντων και των ολόχρυσων εκείνων υφασμάτων, που ήταν η ευφροσύνη όλου του κόσμου. Σχεδόν το ίδιο σημαντική ήταν και η εργασία των χρυσοχόων και των κοσμηματοποιών. Τα βυζαντινά χρυσά κύπελλα, οι λειψανοθήκες οι δουλεμένες με σμάλτο, τα είδη τα σκαλισμένα με ελεφαντοκόκκαλο ή σε ημιπολύτιμες πέτρες, ήταν το ίδιο φημισμένα. Καμιά φορά τύχαινε να δημιουργήσουν και αληθινά αριστουργήματα, όπως τα χρυσά λιοντάρια του παλατιού που βρυχόνταν. Διάφορες επίσης περιοχές της αυτοκρατορίας έβγαζαν καλό κρασί, που το πουλούσαν στι φυλές του βορρά. Για τις εξαγωγές αυτές υπήρχε ένας πολύ αυστηρός έλεγχος. Οι αρχές δεν ήταν διατεθιμένες να επιτρέψουν τα είδη πολυτελείας να γίνουν πολύ κοινά έξω απ’ την αυτοκρατορία. Έπρεπε και η τιμή τους να διατηρηθεί και η σπανιότητα τους. Πραγματικά ορισμένα υφάσματα δεν τα έβγαζαν καθόλου στο εμπόριο και τα έστελναν καμιά φορά στο εξωτερικό μόνο σαν δώρα σε ξένες αυλές. Όταν ο Λουϊτπράνδος, ο Ιταλός πρέσβης, προσπάθησε το 968 να βγάλει λαθραία μερικά μεταξωτά απ’ την Κωνσταντινούπολη, οι υπάλληλοι του τελωνείου του τα κατάσχεσαν όλα. Τα εμπορεύματα για να μπορέσουν να εξαχθούν έπρεπε πρώτα να σφραγιστούν με την σφραγίδα του κράτους. 

Και μερικές άλλες πόλεις είχαν τα εργοστάσια τους. Πριν απ’ την αραβική κατάκτηση η Τύρος, η Βηρυτός και η Αλεξάνδρεια έφτιαχναν επίσης μεταξωτά, και τον 11ο αιώνα η Θήβα και η Κόρινθος ήταν κέντρα της βιομηχανίας του μεταξιού. Στην Πελοπόννησο έφτιαχναν χαλιά. Τον 10ο αιώνα η Σπάρτη έκανε εξαγωγή χαλιών στην Ιταλία.


Οι κυριότερες εξαγωγές ήταν μετάξι ακατέργαστο, κυρίως ως το 7ο αιώνα-αν και αυτά που ονόμαζαν «εξ Ινδίας αγαθά» εξακολουθούσαν και τον 10ο αιώνα να είναι πολύ δημοφιλή-ξυλεία και γουναρικά απ’ τον βορρά, όπλα-τα αραβικά ακόντια άρεσαν πολύ και οι Βενετοί έφερναν πλήθος όπλα απ’ την Δύση-λίγα έτοιμα είδη πολυτελείας, όπως περσικά χαλιά καθώς και πολύτιμα αρώματα απ’ την Ανατολή, και πάνω απ’ όλα δούλοι, από την Βενετία και από τις στέπες. Για όλες αυτές τις εισαγωγές υπήρχε ο δασμός 10% που τον εισπράττανε στην Άβυδο ή στο Ιερόν. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη για ένα διάστημα κατάργησε τους δασμούς των εισαγωγών. Ο διάδοχος της όμως ο Νικηφόρος Α΄ τους επέβαλε και πάλι και κανόνισε μάλιστα ώστε τα εμπορεύματα, κυρίως δούλοι, που τα πουλούσαν έμποροι απ’ την Δύση σε αγορές δυτικά απ’ την Άβυδο, για να μην διαφεύγουν, όπως γίνονταν ως τότε, τους δασμούς. Την εποχή της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, ο Ιωάννης Βατάτζης απαγόρευσε την εισαγωγή όλων των ξένων εμπορευμάτων. Οι τελωνειακοί υπάλληλοι λέγονταν κομμερκιάριοι και άνηκαν στο γραφείο του σακελλαρίου. 
Τους ξένους εμπόρους τους επέβλεπε άγρυπνα ο έπαρχος της Πόλης. Ήταν υποχρεωμένοι μόλις έφταναν, να παρουσιαστούν στον γραφείο του, και δεν μπορούσαν να μείνουν παραπάνω από τρεις μήνες στην Κωνσταντινούπολη. Ότι εμπορεύματα τους έμεναν απούλητα μετά το διάστημα αυτό, τα πουλούσε για λογαριασμό τους ο έπαρχος, και τους φύλαγε τα χρήματα για τον επόμενο χρόνο. Οι αρχές επιβλέπανε επίσης με μεγάλη προσοχή τις αγορές τους μήπως και παραβαίνανε τους τελωνειακούς κανονισμούς. Μερικά έθνη όπως οι Ρώσοι και αργότερα οι Ιταλοί, απόκτησαν ειδικά προνόμια και το δικαίωμα να μην πληρώνουν διόδια, για αντάλλαγμα των πολιτικών υπηρεσιών τους. Τον 10ο αιώνα είχε επιτραπεί στους Ρώσους να κατοικούν δωρεάν στον άγιο Μάμα, έξω ακριβώς απ’ την Κωνσταντινούπολη, και να χρησιμοποιούν δωρεάν τα λουτρά του. Όσο καιρό ωστόσο έμεναν εκεί δεν μπορούσαν παρά μόνο με συνοδεία, να μπουν στην Πόλη. Στους απεσταλμένους του μεγάλου δούκα της Ρωσίας, που ήταν επικεφαλής τους, οι Βυζαντινοί έκαναν ειδικές παραχωρήσεις. 
Μέσα στην Αυτοκρατορία το εμπόριο αφορούσε κυρίως τα είδη πρώτης ανάγκης. Πριν απ’ την αραβική κατάκτηση το σιτάρι το έφερναν απ’ την Αίγυπτο και την Αφρική. Αργότερα καλλιεργούσαν σιτάρι στην Μικρά Ασία και ύστερα και στην Θράκη και το μεταφέρανε στη Κωνσταντινούπολη από τα διάφορα τοπικά λιμάνια κυρίως με πλοία. Από τις ίδιες επαρχίες ερχόταν και το κρέας. Οι κατακτήσεις των Σελτζούκων περιόρισαν την γεωργία της Μικράς Ασίας και στα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας η ελάττωση του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, χωρίς αμφιβολία επιταχύνθηκε επειδή ήταν όλο και πιο δύσκολο να βρίσκονται τρόφιμα σε μια μεγάλη πόλη, κυρίως όταν το κράτος δεν ήταν πια σε θέση να κάνει πολλές εισαγωγές. 
Αναρίθμητοι κανονισμοί περιβάλλανε την εμπορική ζωή της αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο κατηγορήθηκε ότι ήταν ο παράδεισος των μονοπωλιακών προνομίων και του παρεμβατισμού. Η κατηγορία δεν είναι τελείως ακριβής. Ο παρεμβατισμός ήταν χωρίς αμφιβολία, το βυζαντινό ιδεώδες. Οι επεμβάσεις του κράτους για την ενίσχυση της βιομηχανίας ήταν πολύ συχνές. Εκτός από αυτό και τα τιμολόγια ήταν έτσι κανονισμένα ώστε να αποτελούν μια πηγή εισοδήματος. Προνόμια δόθηκαν σε ξένους εμπόρους, κυρίως και μοιραία, απ’ τον 12ο αιώνα και ύστερα. Και υπήρχαν και τα μονοπώλια του κράτους, όπως το εμπόριο του μεταξιού και για λόγους ευνόητους, η βιομηχανία των όπλων. Από όσο όμως μπορούμε να κρίνουμε, επισήμως δωροδοκία δεν υπήρχε. Όταν δόθηκαν στους ευνοούμενους του Λέοντος ΣΤ΄ειδικά προνόμια σχετικά με το εμπόριο της Θεσσαλονίκης, η πράξη αυτή θεωρήθηκε τόσο σκανδαλώδης ώστε τέτοια περιστατικά δεν μπορεί να ήταν συνηθισμένα. Οι περιορισμοί και οι κανονισμοί αυτοί και η μεγάλη υπαλληλία που χρησιμοποιούσε η κυβέρνηση για να τους επιβάλλει, εμπόδιζε την διαφθορά ακόμα και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. 
Περιορισμοί υπήρχαν παντού. Δεν μπορούσε κανείς να δανείσει παρά μόνο με τον καθορισμένο τόκο. Πριν απ’ τον Ιουστινιανό ο ανώτερος τόκος ήταν 12%. Ο Ιουστινιανός επέτρεψε το 12% μόνο για χρήματα που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν σε υπερπόντιες επιχειρήσεις. Οι επαγγελματίες δανειστές (συνήθως χρυσοχόοι) έπρεπε να ζητούν 8%, οι απλοί άνθρωποι 6% και οι πλούσιοι μεγιστάνες μόνο 4%. Οι υπολογισμοί όμως αυτοί είχαν γίνει στην αρχή, όταν σε μια λίβρα χρυσάφι αντιστοιχούσαν 100 νομίσματα. Ο Κωνσταντίνος περιόρισε τον αριθμό αυτό σε 72, και σε όλη την ιστορία του Βυζαντίου ο καθορισμένος τόκος τείνει διαρκώς να προσαρμοστεί προς τον νέο αυτό αριθμό, προς όφελος των δανειστών, όπου τον 10ο αιώνα το 6% άλλαξε και έγινε 6 νομίσματα για μια λίβρα χρυσάφι, δηλαδή 8,33%. Από τις ναυτικές επιχειρήσεις κέρδιζαν 16,66%. Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν ήταν αρκετό, γιατί οι καταιγίδες οι πειρατές και οι λανθασμένοι χάρτες έκαναν τις επιχειρήσεις αυτές πολύ επικίνδυνες. Επειδή ο νόμιμος τρόπος για να πάρει κανείς πίσω τα χρήματα που είχε δανείσει ήταν δύσκολος και αργός και επειδή υπήρχε και μια προκατάληψη εναντίον των τοκογλύφων, εκείνοι που είχαν διαθέσιμα χρήματα προτιμούσαν όπως ήταν φυσικό, να τα επενδύουν σε γαίες, προς βλάβη τελικά της Αυτοκρατορίας. Οι κίνδυνοι που παρουσίαζε το θαλασσινό εμπόριο φαινόταν περισσότερο στον «Νόμον Ροδίων ναυτικόν» που είναι ο εμπορικός κώδικας των Ισαύρων. Σύμφωνα με αυτόν τον κώδικα ο κανόνας ήταν ο έμπορος και ο ιδιοκτήτης του πλοίου, που συνήθως ήταν ο καπετάνιος, να δουλεύουν συνεταιρικά και να μοιράζονται την ζημία για την απώλεια του φορτίου, παρ’ όλο που και οι επιβάτες μπορούσαν να είναι κι εκείνοι μέλη αυτού του συνεταιρισμού. Είναι πιθανόν ότι αυτοί οι όροι εξακολούθησαν να ισχύουν ακόμα και όταν είχε πια ανακληθεί η νομοθεσία των Ισαύρων. 
Τον έλεγχο που ασκούσε το κράτος στο εμπόριο και στη βιομηχανία τον πραγματοποιούσε χάρη σε ένα σύστημα συντεχνιών. Σώζεται ένα εγχειρίδιο που γράφτηκε γύρω στο 900 και λέγετα Επαρχικόν Βιβλίον, που μας δίνει μια ιδέα γι΄ αυτό το σύστημα. Αρμόδιος για όλα τα σχετικά ήταν ο έπαρχος, αν και μια-δύο συντεχνίες υπάγονταν στην δικαιοδοσία του κοιαίστωρος, που είχε και αυτός ανάμιξη με τα δημόσια έργα.

Κάθε βιομηχανία είχε την συντεχνία της και κανένας δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Η συντεχνία όριζε τον πρόεδρο της, και τον διορισμό του έπρεπε πιθανόν να τον εγκρίνει ο έπαρχος. Η συντεχνία αγόραζε συλλογικά τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν για την βιομηχανία της και τις μοίραζε στα μέλη της, που πουλούσαν τα είδη που έφτιαχναν σε ορισμένο δημόσιο χώρο και με κέρδος καθορισμένο απ’ το γραφείο του επάρχου. Καθορισμένες επίσης ήταν ο ώρες εργασίας, καθώς και οι μισθοί των εργατών. Μ’ αυτό τον τρόπο οι μεσάζοντες ήταν περιττοί. Απαγορευόταν αυστηρά να αγοράζει κανείς μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και να τα πουλάει λιανικώς στην τιμή που τον συνέφερε. Τους αρτοποιούς και τους κρεοπώλες που απ’ την αποδοτικότητα τους εξαρτιόταν ο επισιτισμός της Πόλης, τους επιβλέπανε με μεγάλη αυστηρότητα και τις τιμές των τροφίμων τις κρατούσαν με την βία χαμηλά ακόμα και σε εποχές λιμού. Τα αρτοποιεία άλλοτε ήταν μονοπώλιο του κράτους και τα παρακολουθούσε ο κοιαίστωρ, ως την εποχή που ο Ηράκλειος κατάργησε την δωρεάν διανομή άρτου και τότε η παράδοση να επεμβαίνει το κράτος σιγά-σιγά έσβησε. Ο Νικηφόρος Φωκάς κατηγορήθηκε ότι κέρδισε αρκετά χρήματα όταν ήταν αυτοκράτορας αγοράζοντας σε καιρό λιμού όλο το σιτάρι της Αυτοκρατορίας και πουλώντας το ύστερα με υπερτίμηση στην συντεχνία. Η τιμωρία για οποιαδήποτε παράβαση των κανονισμών στης συντεχνίας ήταν η διαγραφή απ’ την συντεχνία, πράγμα που σήμαινε ότι ο παραβάτης δεν μπορούσε πια να εργαστεί. Αν η παράβαση ήταν πολύ μεγάλη, μπορούσαν να επιβληθούν επιπλέον και διάφοροι βαθμοί ακρωτηριασμού. Φαίνεται επίσης ότι ήταν δυνατόν να κληθούν οι συντεχνίες να προσφέρουν ορισμένες υπηρεσίες στο κράτος χωρίς αμοιβή. Σε στιγμές κρίσιμες για το ναυτικό οι πλοιοκτήτες έπρεπε να βοηθήσουν. Και πιθανώς τα καθήκοντα των δήμων, τα σχετικά με τα πρόστιμα, πέρασαν στις συντεχνίες, όταν οι δήμοι έγιναν λίγο-πολύ οργανώσεις μόνο κατ’ όνομα. Ανεργία δεν υπήρχε. Οι εργάτες δεν ήταν δυνατόν να απολυθούν παρά με πολύ μεγάλες δυσκολίες, και αν κανένας άνθρωπος ικανός να εργαστεί ήταν άνεργος, τον έβαζαν αμέσως να κάνει κάποια εργασία κοινής ωφέλειας ή φιλανθρωπική της δικαιοδοσίας του κοιαίστωρος, γιατί όπως είπε ο Λέων ο Ίσαυρος στην Εκλογή, η οκνηρία οδηγεί στο έγκλημα και κάθε πλεόνασμα από την εργασία των άλλων πρέπει να δίνεται στους αδύνατους και όχι στους δυνατούς. Η συντεχνία του μεταξιού είχε μια θέση ξεχωριστή γιατί η μεταξοβιομηχανία ήταν μονοπώλιο του κράτους. Ο διευθυντής της ήταν ένας κυβερνητικός υπάλληλος απ’ τους πολύ σημαντικούς. Το 972 ο συνωμότης Λέων Φωκάς προσπάθησε να κερδίσει την υποστήριξη του τότε διευθυντή, εξ αιτίας της μεγάλης επιρροής που είχε στους εργάτες.


Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε όσο καιρό υπήρχε η Αυτοκρατορία. Η Κωνσταντινούπολη όπως φαίνεται το κράτησε ως το τέλος και στην Θεσσαλονίκη το βλέπουμε μέχρι τον 14ο αιώνα. Εξασφάλιζε τα συμφέροντα των καταναλωτών και άφηνε και ένα σχετικό κέρδος στους εμπόρους χωρίς ωστόσο να τους επιτρέπει ποτέ να κάνουν περιουσία, και αυτό δεν ήταν ενθαρρυντικό για τις επιχειρήσεις. Μπορούσε όμως να αποβεί πολύ δαπανηρό για το κράτος και ήταν εφαρμόσιμο μόνο όσο η Κωνσταντινούπολη είχε το μονοπώλιο του εμπορίου του τότε κόσμου. Ο ξένος συναγωνισμός το κατάστρεψε. Από τον 11ο αιώνα και ύστερα η ιταλική παρέμβαση στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου που λίγο αργότερα με τις σταυροφορίες έγινε ακόμα μεγαλύτερη, επιτάχυνε την συνεχή υποτίμηση του νομίσματος και αυτό ήταν η κυριότερη αιτία για την παρακμή και την πτώση του Βυζαντίου.


Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης αποδίδει την ευημερία του αυτοκρατορικού εμπορίου σε δύο αιτίες, τον χριστινισμό και το νόμισμα. Ενώ τα εμπορικά πλεονεκτήματα του χριστιανισμού είναι συζητήσιμα,το αυτοκρατορικό νόμισμα ήταν ασφαλώς ένα πλεονέκτημα αναμφισβήτητο. Από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως τον Νικηφόρο Βοτανειάτη, περισσότερο δηλαδή από έξι αιώνες, διατήρησε αμείωτη την αξία του. Το νομισματικό σύστημα του Βυζαντίου ήταν μονομεταλλικό και είχε για βάση την χρυσή λίβρα. Το επίσημο νόμισμα του Βυζαντίου, το νόμισμα, από την εποχή του Κωνσταντίνου ήταν ίσο με τον ένα εβδομηκοστό της χρυσής λίβρας- το ισόποσο δηλαδή 14,40 χρυσών φράγκων. Το νόμισμα το υποδιαιρούσαν σε δώδεκα μιλλιαρήσια και κάθε μηλλιαρήσιο σε 12 φόλλεις. Ο Νικηφόρος Φωκάς κατηγορήθηκε ότι κυκλοφόρησε νόμισμα μειωμένης αξίας-πιθανόν όμως η κατηγορία να είναι άδικη γιατί δεν έχουν σωθεί ίχνη. Ο Βοτανειάτης μείωσε το ποσό του χρυσού που περιείχε το νόμισμα. Ο Αλέξιος Α΄ προσπάθησε να το αποκαταστήσει, αναγκάστηκε όμως και αυτός να πληρώνει τις δαπάνες του με ένα νόμισμα δικής του κατασκευής, που το μεγαλύτερο μέρος του ήταν χάλκινο, και είχε μόνο τα δύο τρίτα της αξίας του χρυσού. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε επιτυχία. Επί Κομνηνών το νόμισμα άρχισε να ξεπέφτει, στην αρχή πολύ αργά-στο εξωτερικό όμως εξακολουθούσαν ακόμα να δέχονται τα «βυζαντινά». Μετά το 1204 και επί Παλαιολόγων η πτώση γινόταν συνεχώς μεγαλύτερη, ώσπου στο τέλος το νόμισμα δεν είχε πια παρά το ένα έκτο μόνο της προηγούμενης αξίας του, και δεν ενέπνεε καμιά εμπιστοσύνη ώστε να μπορεί να κυκλοφορεί έξω απ’ την Αυτοκρατορία.


Για το κόστος της ζωής στο Βυζάντιο λίγες ακριβείς πληροφορίες έχουμε. Το σιτάρι το 960 είχε την ίδια τιμή που είχε και το 1914 (1,85 χρυσά φράγκα ο μόδιος), όλα όμως τα άλλα είδη ήταν πιθανώς πέντε ως έξι φορές φτηνότερα. Ο Νικηφόρος Α΄ προσπάθησε να κρατήσει χαμηλά τις τιμές, περιορίζοντας την ποσότητα του νομίσματος που κυκλοφορούσε. Είναι όμως πιθανόν ότι κατά την διάρκεια της ιστορίας της Αυτοκρατορίας θα σημειώθηκε κάποια βαθμιαία άνοδος, μαζί με μια αύξηση του νομισματικού αποθέματος που άρχισε επί Ισαύρων. Το σιτάρι βέβαια ανέβηκε και τη τιμή του επί Παλαιολόγων έφτασε να είναι διπλάσια απ’ ότι ήταν επί Μακεδόνων. Αυτό όμως οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι Σελτζούκοι καταστρέψανε την γεωργία της Μικράς Ασίας και οι πόλεμοι και οι δυσκολίες των μεταφορών ελάττωσαν την ποσότητα του σιταριού που ήταν διαθέσιμο. Εκτός απ’ αυτό η συνεχώς αυξανόμενη πτώση του νομίσματος έφερνε ένα συνεχώς μεγαλύτερο οικονομικό χάος. 
Πραγματικά οι ημέρες των Παλαιολόγων είναι ένας θλιβερός επίλογος στην ιστορία της Αυτοκρατορίας. Το νόμισμα που ο βασιλέας της Ταπροβάνης προτιμούσε απ’ όλα τα άλλα, τώρα δεν το θέλανε ούτε στο Πέραν. Τα εμπορεύματα που πλήρωναν τους ακριβούς δασμούς στις αποβάθρες της Κωνσταντινούπολης, τώρα τα περνούσαν οι Γενουάτες πλάι απ’ τα τείχη της χωρίς να προσεγγίζουν ή ταξίδευαν από άλλο δρόμο πολύ μακρινό, απ’ την Συρία και με πλοία της Βενετίας. Η τοποθεσία της δεν είχε τώρα καμιά πια καμιά αξία και το υπερήφανο νόμισμα της ήταν ταπεινωμένο και άχρηστο. Η τραγωδία του αργού θανάτου του Βυζαντίου είναι πάνω απ’ όλα τραγωδία οικονομική.


ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΤΟΤΟΠΟ  «ΤΑΛΑΝΤΟ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου