|
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ Επιφανών Δωδεκανησίων Αγωνιστών του 1821
Παναγιώτης Ρόδιος (1789-1851)
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν εμποροπλοίαρχος, και ιδιοκτήτης πλοίου. Τα πρώτα του γράμματα, τα έμαθε στη Ρόδο και δεν θέλησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του καραβοκύρη. Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης όπου και διακρίθηκε. Στο σχολείο της Σμύρνης δίδασκαν σημαντικότατοι δάσκαλοι, εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Κων/νος Κούμας και οι αδελφοί Στέφανος και Κων/νος Οικονόμος. Από τη Σμύρνη ταξίδεψε αρχικά για την Πάδουα και στη συνέχεια στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί προσχώρησε στις ιδέες του Διαφωτισμού και στον κύκλο του εκφραστή τους, Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό του πρότυπο. Όμως, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση το 1821. Τότε, εγκατέλειψε το Παρίσι και τον Αύγουστο του 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάσσεται στο πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μετέχοντας στη συνοδεία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, κατευθύνθηκε στο Άστρος, όπου θα συναντούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ρόδιος ενταγμένος στο επιτελείο του Υψηλάντη συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μέχρι την πτώση της Ο διακεκριμένος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολιτικός και διανοούμενος, συνάντησε τον Ρόδιο στην Κόρινθο και τον έθεσε υπό την πολιτική του προστασία Ο Ρόδιος έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, με το βαθμό του λοχαγού, διακρίθηκε για την ανδρεία του και ήταν από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Με τα λείψανα του τακτικού στρατού συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες. Τον Νοέμβριο του 1822 ο Ρόδιος ανέλαβε τη διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, παίρνοντας προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη. Ο Ρόδιος, προσχώρησε στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη παίρνοντας μάλιστα τη σημαντικότερη πολιτική θέση της σταδιοδρομίας του, εκείνη του προσωρινού Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού, αναπληρώνοντας τον Μαυροκορδάτο, δεύτερος πολιτειακός παράγοντας, μετά τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Κουντουριώτη. Από τον Ιούλιο του 1824 ο Ρόδιος προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη, επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχηγού του τακτικού σώματος στρατού. Τον Ιούλιο του 1824, συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Το 1825 παρέδωσε τη διοίκηση του τακτικού στρατού στον Γάλλο αξιωματικό, Φαβιέρο. Διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Γραμματέας επί των Στρατιωτικών. Επί υπουργίας του συμβάλλει στην ίδρυση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου. Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονείται τον Οκτώβριο του 1831 και το 1833 ο Όθων φθάνει στην Ελλάδα ως πρώτος βασιλιάς της. με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3η2 Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίζεται διεθνώς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Μετά την εξέγερση της 3η1 Σεπτεμβρίου του 1843 ο Ρόδιος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος Ο βασιλιάς Όθωνας προάγει τον Ρόδιο σε υποστράτηγο. Ο Ρόδιος συμμετέχει ως πληρεξούσιος του Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση και μετέχει, ως μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Το 1844 αναλαμβάνει καθήκοντα Γραμματέως επί των Στρατιωτικών, ενώ το 1848 διατελεί και πάλιν, Υπουργός Στρατιωτικών. Παντρεύτηκε μία από τις κόρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και πέθανε το 1851 σε ηλικία 62 ετών.
Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852)
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, γεννήθηκε στην Πάτμο και σπούδασε στην Πατμιάδα Σχολή. Σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στην Τεργέστη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Δέχθηκε τις επιρροές των φιλελεύθερων ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης. Γνωρίστηκε με τους Σκουφά και Τσακάλωφ, με τους οποίους ίδρυσε, το 1814, στην Οδησσό, τη Φιλική Εταιρεία. Ταξίδεψε στη Θεσσαλία για επαφές με τον Άνθιμο Γαζή, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη, όπου και πρότεινε την αρχηγία στον Καποδίστρια. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια, ο Ξάνθος ανέθεσε την αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Το 1827, έφυγε για τη Ρουμανία, όπου έζησε σχεδόν 10 χρόνια, σχεδόν ξεχασμένος. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1837, όταν κατηγορήθηκε για κατασπατάληση δημοσίου χρήματος, από την εταιρεία Εθνική Κάσα, που είχε ιδρύσει με τον Υψηλάντη το 1820 με σκοπό την οικονομική προετοιμασία του Αγώνα. Η απολογία του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ο Αγών της Δωδεκανήσου» το 1931. Αποκαταστάθηκε, και του απενεμήθη ο χρυσός σταυρός του Σωτήρος και ένα τιμητικό επίδομα, το οποίο ουδέποτε έλαβε. Έζησε πάμπτωχος και ξεχασμένος. Πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1952. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού. Το 1952, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του, τα οστά του Ξάνθου μεταφέρθηκαν στη γενέτειρά του Πάτμο και τοποθετήθηκαν σε τύμβο, μπροστά στο σπίτι που γεννήθηκε. Προτομές του υπάρχουν στην πλατεία Δημαρχείου της Χώρας και στην κεντρική πλατεία του λιμανιού της Σκάλας.
Θέμελης Δημήτριος (1772/74-1826)
Δημήτριος Θέμελης, αγωνιστής της επανάστασης του 1821, από την Πάτμο. Σπούδασε στην Πατμιάδα σχολή και στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε στη Μολδαβία ως οικοδιδάσκαλος. Προεστός της Πάτμου, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα και συνδέθηκε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ανέλαβε την αποστολή να προετοιμάσει την επανάσταση στο Αιγαίο και επισκέφθηκε τα νησιά Ψαρά, Μυτιλήνη, Σάμο και Πάτμο, όπου άρχισε να κατηχεί τους εύπορους κατοίκους της Καλύμνου, Νισύρου και των άλλων νησιών. Για τις ενέργειές του αυτές καταδικάστηκε σε θάνατο από τις Αρχές της Κωνσταντινούπολης και κρύφτηκε στην Πάτμο, μέχρι την κήρυξη της Επανάστασης. Με την έναρξη του Αγώνα πήρε μέρος στις ναυτικές επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια και το Σεπτέμβρη του 1822, στην άλωση της Τριπολιτσάς. Αντιπρόσωπος της Πάτμου στο Βουλευτικό, εκλέχτηκε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, το 1824. Βρήκε ένδοξο θάνατο στις επάλξεις της πολιορκημένης πόλης του Μεσολογγίου, στις 26 Μαρτίου 1826.
Μάρκος Μαλλιαράκης
Μάρκος Ιωάννου ή Μαλλιαράκης, καπετάνιος και αγωνιστής του 1821, γνωστός σαν Διακομάρκος, από την Κάσο. Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης βρέθηκε στις επάλξεις του Αγώνα. Τον Ιούνιο του 1821, με το «μπεργαντίνον» του «Λεωνίδας» και 59 ναύτες, έσπευσε να βοηθήσει με δικά του εφόδια και έξοδα τους Κρητικούς, που απειλούνταν από τον εχθρό. Στις 28 Ιουλίου ενώθηκε με τον ελληνικό στόλο και επιτέθηκε στην εχθρική φλότα, κοντά στην Κω. Διορίστηκε τον Ιούλιο του 1822 από τον έπαρχο Κάσου, «φροντιστής της θάλασσας», με καθήκον να φροντίζει τα πολεμικά πλοία της επαρχίας και να εποπτεύει το έργο των λιμεναρχών. Τον Μάιο του 1823 διορίστηκε έπαρχος Καρπάθου και οργάνωσε αποτελεσματικά τη διοίκηση και την άμυνα του νησιού. Αντιπροσώπευσε την Κάσο στη Β' Εθνοσυνέλευση του Άστρους Κυνουρίας, το 1823. Ηγέτης του ηρωικού αγώνα των Κασιωτών εναντίον του ισχυρότατου στόλου του Ισμαήλ Γιβραλτάρ και των Αλβανών υπό τον Χουσείνμπεη, που κατέληξε στη θυσία και στο Ολοκαύτωμα της Κάσου, στις 7 Ιουνίου του 1824. Με τον ηρωισμό του προκάλεσε το θαυμασμό του ίδιου του Χουσεϊν. Σκοτώθηκε κατατρυπημένος από τα μαχαίρια των εχθρών, αφού αρνήθηκε την προσφορά του Χουσεϊν να του χαρίσει τη ζωή, με αντάλλαγμα να τον ακολουθεί στις εκστρατείες του. Το 1827, το Υπουργείο Ναυτικών του απένειμε το βαθμό του πλοιάρχου.
Κανταριτζής Θοδωρής
Κανταριτζής Θοδωρής ή Κανταρτζόγλου, αγωνιστής του 1821 από την Κάσο, γνωστός ως ο «Κανάρης της Δωδεκανήσου». Γιος του Δημήτρη Σκιαδά-Κανταριτζή από την Πελοπόννησο και από μάνα Κασιώτισα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με το πλοίο «Αμαζών» έγινε ο φόβος και τρόμος των Τούρκων, καταδιώκοντάς τους στα παράλια της Κρήτης, της Κύπρου και της Αιγύπτου. Τον Απρίλη του 1822, επικεφαλής έξι κασιώτικων πλοίων, βοήθησε τα επαναστατικά σώματα στην Κρήτη, στη μάχη των Χανίων. Σκοτώθηκε από θραύσμα κανονιού, που έσπασε την ώρα των πανηγυρισμών για τα νικητήρια και θάφτηκε στον Πλατανιά της επαρχίας Κυδωνίας. Μετά, θάνατον, του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος του πλοιάρχου (1872).
Θεόφιλος Παγκώστας, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1764-1833)
Γεννήθηκε στην Πάτμο το 1764 και διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στη γενέτειρά του. Στη συνέχει μετέβη στην Αδριανούπολη για να σπουδάσει, κοντά στο θείο του Παρθένιο, πρωτοσύγκελο του μητροπολίτη Καλλίνικου και μετέπειτα πατριάρχη Αλεξανδρείας. Το 1789 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια διορίσθηκε διδάσκαλος στο Κάιρο, έγινε μοναχός, αρχιμανδρίτης και το 1797 μητροπολίτης Λιβύης. Το 1802 ήλθε στη Ρόδο και γνώρισε τον Μητροπολίτη Αγάπιο και τον εξόριστο, τότε βοεβόδα της Μολδαβίας, Αλέξανδρο Σούτσο. Το 1806, μετά το θάνατο του θείου του Παρθένιου, εκλέχθηκε Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Το 1819 έφθασε στην Πάτμο για να αναρρώσει κι εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, μέλος της Εφορείας της Πάτμου. Μετά την κήρυξη της Επανάστασης ύψωσε στην Πάτμο τη σημαία της ανεξαρτησίας, στις 12 Απριλίου 1821, εκφωνώντας φλογερό λόγο για να εμψυχώσει τους Πάτμιους για τον υπέρ πατρίδος Αγώνα. ( Παν. Κρητικός, Δωδεκανησιακή Επιθεώρησις τεύχος 9, 1947).
Ο Δήμος Ροδίων τιμά την Εθνεγερσία του 1821 Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Ροδίων, αρμόδιο για τις ονοματοθεσίες οδών και πλατειών στα διοικητικά όρια της πόλης της Ρόδου, τίμησε και τιμά την επανάσταση του 1821, από το 1946, έτος που, για πρώτη φορά, δόθηκαν ελληνικά ονόματα σε δρόμους και πλατείες της Ρόδου, σε αντικατάσταση των παλαιών ιταλικών ονομάτων, μέχρι σήμερα, με το να ονομάζει τους νέους δρόμους της πόλης, με ονόματα ηρώων, αλλά και πεδίων μαχών από την εθνική μας παλιγγενεσία. Έχουμε λοιπόν, συνολικά, 45 ονόματα αγωνιστών, Φιλικών, πολιτικών, θρησκευτικών αρχηγών, της επαναστατικής περιόδου. Ανδρούτσος Οδυσσεύς, Γρηγόριος Ε', Κανάρης Κων/νος, Καποδίστριας Ιωάννης, Καραϊσκάκης Γεώργιος, Κατσώνης Λάμπρος, Κολοκοτρώνης Θεόδωρος, Μακρυγιάννης Γιάννης, Μαυρογένους Μαντώ, Μιαούλης Ανδρέας, Μπότσαρης Μάρκος, Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, Νικηταράς, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Παπανικολής Δημήτριος, Παπαφλέσσας, Ρήγας Φεραίος, Σαχτούρης Γεώργιος, Τζαβέλας Κίτσος, Τσακάλωφ Αθανάσιος, Υψηλάντης Αλέξανδρος, Φιλική Εταιρεία. Πεδία μαχών-Τοπωνύμια Αγία Λαύρα, Αλαμάνα, Άστρος Κυνουρίας, Βαλτέτσι, Δερβενάκια, Δραγατσάνι, Επίδαυρος, Ιερού Λόχου, Καλάβρυτα, Μεσολόγγι, Ναβαρίνο, Σούλι, Τροιζήνα, Ψαρά, 25ης Μαρτίου. Δωδεκανήσιοι Αγωνιστές: Θέμελης Δημήτριος, Κανταριτζής Θεόδωρος, Μαλλιαράκης Μάρκος, Ξάνθος Εμανουήλ, Ρόδιος Παναγιώτης Φιλέλληνες: Βύρων, Κόδριγκτον.
Βιβλιογραφία Σαβοριανάκης Παναγιώτης, Ο Παναγιώτης Ρόδιος και η εποχή του (1789-1851), έκδοση Δ.Κ.Λ.Μ. Ρόδος-Σαββάλας, Αθήνα 2003 Νικολάου Νίκος, Οδοιπορικό στην ιστορία της πόλης της Ρόδου μέσα από τα ονόματα των δρόμων της, έκδοση Δήμου Ροδίων, Ρόδος 1998. Κυριάκος Φίνας, Ο Εμμανουήλ Ξάνθος, η Φιλική Εταιρεία και η Επανάσταση του 1821, Ρόδος 1994
|
|
|
|