Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021
Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021
Georgios Manos- Η καμπάνα χτύπησε μεσάνυχτα. Σάββατο, 2 Αυγούστου 1914.
Η καμπάνα
χτύπησε μεσάνυχτα.
Σάββατο, 2 Αυγούστου 1914.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άρχισε να χτυπάει γρήγορα η καμπάνα της Παναγίας στο Πάνιδο. «Φωτιά!», «πυρκαγιά!» είπαν οι χωριανοί, πετάχτηκαν απ’ τα στρώματα και βγήκαν αλαφιασμένοι στα σοκάκια. Έξω ο αγέρας ξερίζωνε δέντρα κι η φουρτούνα της θάλασσας έφτανε στ’ αυτιά τους σαν βαθύ βουγκρητό. Τα μάτια τους, όμως, καρφώθηκαν απάνω απ’ το μαχαλά της Μπασνής, στους αλωνότοπους. Εκεί, ο τόπος φεγγοβόλαγε. Οι αψηλές φλόγες που σαν πύρινες γλώσσες σηκώνονταν ως τον ουρανό, μαζί με τις στάχτες και τη μυρωδιά του καμένου που έφερνε ο αγέρας, φανέρωναν πως καίγονταν οι θημωνιές. Ο κόπος κι ο ιδρώτας ολάκερης χρονιάς, το ψωμί τους. Καιρό για χάσιμο δεν είχαν. Ο αλωνισμός ήταν ακόμα στη μέση κι αν δεν προλάβαιναν, τον χειμώνα θα έλεγαν το ψωμί ψωμάκι.
Τέτοιες ώρες, ήξεραν καλά τι έπρεπε να κάνουν. Το έμαθαν απ’ τους γεροντότερους κι απ’ τους γονείς τους. «Πρώτα το χωριό! Ούλοι για ολουνούς!» Και δεν χασομέρησαν. Μαζί με το «βοήθα, Παναΐτσα μ’!», «βοήθα, Αγια-Βλαχέρνα!», νέοι, γέροι, γυναίκες κι οι λιγοστοί άντρες που γύρισαν απ’ την εξορία, ξεχύθηκαν απ’ όλους τους μαχαλάδες στα καλντερίμια. Άλλοι έζεψαν τα κάρα και κουβαλούσαν νερό απ’ τους τσεσμέδες με τα βαρέλια, άλλοι γέμιζαν τους κουβάδες απ’ τα πηγάδια, άλλοι χτυπούσαν τη φωτιά με βρεγμένα τσουβάλια, κι άλλοι έριχναν χώμα με τα φτυάρια απάνω στις μικρές φωτιές που άναβαν χαμηλά στις καλαμιές(1). Ο αγώνας άνισος! Ο δυνατός αγέρας άρπαζε τα αναμμένα στάχυα απ’ τις θημωνιές, τα σήκωνε αψηλά και, σαν σύννεφα από πυρωμένες σπίθες, τα σκόρπιζε κοντά και μακριά. Στις διπλανές θημωνιές, στα ξερά χορτάρια, ακόμα και δίπλα στο χωριό. Κι όπου έπεφταν, ξεπηδούσαν διάσπαρτες καινούργιες φωτιές. Έτρεχαν τότε όσοι ήταν κοντά να τις σβήσουν, πριν απλωθούν κι άλλο, χωρίς να ξεχωρίζουν δικό μου και δικό σου. Όμως την ώρα που όλοι πάλευαν να γλιτώσουν όσες θημωνιές δεν κόρωσαν ακόμα, και φαινόταν πως θα τα καταφέρουν, ακούστηκε μια κραυγή που τους γέμισε τρόμο: «Καίγεται το χωριό! Στο μαχαλά της Μπασνής άρπαξαν σπίτια! Τρεχάτε!».
Τώρα, οι θημωνιές έρχονταν δεύτερες. Τις παράτησαν κι έτρεξαν να κάνουν ζάφτι(2) το πύρινο θεριό, πριν απλωθεί σε όλο το χωριό. Μα εκείνο πηδούσε γρήγορα από αυλή σε αυλή και κατάπινε στο διάβα του σπίτια, αχερώνες, στάβλους και ζώα, και μαζί κατάπινε τους κόπους, τα όνειρα, τις ελπίδες τους. Οι φλόγες βούιζαν ανατριχιαστικά, τζάμια έσπαζαν με κρότο, κότες φτερούγιζαν στα κοτέτσια, ζώα μούγκριζαν δεμένα στα παχνιά(3), παιδιά τσίριζαν απ’ τον φόβο, γερόντοι με τα νυχτικά τους έβγαιναν κατατρομαγμένοι στα σοκάκια. Στα κελάρια, τα ξύλινα βαρέλια με το ρακί και το κρασί έσκαζαν σαν μπόμπες, και ολόγυρα έβρεχε φωτιά. Στη στιγμή, λαμπάδιαζαν τα γειτονικά σπίτια και, μόλις καιγόταν ο ξύλινος σκελετός τους, γονάτιζαν και γίνονταν ένα με το χώμα. Γρήγορα η φωτιά πήδηξε και στον διπλανό μαχαλά του Παπατριανταφύλλου.
Οι χωριανοί, αψηφώντας τις φλόγες, χώνονταν μες στα λαμπαδιασμένα σπίτια να σώσουν ό,τι ήταν ακόμα μπορετό. Τους ανήμπορους που κείτονταν στα κρεβάτια, τα ζώα που ήταν δεμένα στα παχνιά, τα εικονοστάσια, τα σεντούκια με την προίκα των κοριτσιών... Μα τέτοιες ώρες ο άνθρωπος τα χάνει. Θαρρεί πως κάνει πολλά και τελικά δεν κάνει τίποτα. Μπαίνει, βγαίνει, φωνάζει, κουβαλάει, δίχως να μπορεί να ξεχωρίσει τα πρώτα απ’ τα δεύτερα, τα χρειαζούμενα απ’ τα αχρείαστα. Και πώς να τα ξεχωρίσει; Γι’ αυτόν όλα είναι ίδια. Είναι το βιος του, το νοικοκυριό του, ο κόπος του. Μες στην παραζάλη του, αρπάζει ό,τι βρίσκει μπροστά του. Γύρω του, όλοι κάνουν κουμάντο, όλοι φωνάζουν «όχι αυτό, πάρε το άλλο!» και στο τέλος, μόλις πέσει το σπίτι, κάθονται όλοι παράμερα και κλαίνε απάνω στ’ αποκαΐδια.
Ήταν λίγο πριν το χάραμα, όταν κατάφεραν να κόψουν τη φόρα της φωτιάς, πριν πηδήξει το φαρδύ σοκάκι και αρπάξει κι ο μαχαλάς της Αηλαργιάς. Μούσκεμα στον ιδρώτα, αποκαμωμένοι απ’ την αγωνία, την κούραση και την αγρύπνια, έμειναν όλοι τους εκεί, πλάι στα καμένα, να φυλάνε τη φωτιά μην ξαναφουντώσει. Γύρω τους, οι μικρές τρεμάμενες φλογίτσες που ξεπηδούσαν ανάρια ανάρια μέσ’ απ’ τις στάχτες, φώτιζαν σαν καντηλάκια τον κατάμαυρο τόπο και, μαζί με τη μυρωδιά του καμένου, τον έκαμναν ξένο κι απόκοσμο. Και μέσα σ’ εκείνο το λιγοστό φως, όπως κοιτάζονταν μεταξύ τους, τρόμαζαν να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο. Μαύροι, καπνισμένοι απ’ την κορφή ως τα νύχια, με τη στάχτη κολλημένη στα ιδρωμένα μούτρα τους, με ρούχα μισοκαμένα, φρύδια και μαλλιά τσουρουφλισμένα, και μάτια κατακόκκινα απ’ το ντουμάνι και το κλάμα, έμοιαζαν φερμένοι από άλλον κόσμο.
Όταν έφεξε, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Εκεί που ίσαμε χθες στέκονταν όμορφα, νοικοκυρεμένα και παστρικά σπιτάκια, τώρα μόνο στάχτη, καπνοί κι αποκαΐδια. Πού και πού έβγαινε ακόμα καπνός από σκεπές που σιγόκαιγαν κι από μισοκαμένα δέντρα. Ο τόπος τους απ’ τη μιαν ώρα στην άλλη αλλιώτεψε, αγρίεψε. Και τον αγρίευε πιότερο η στάχτη, που σήκωνε ο αγέρας από καταγής και τους έτσουζε τα μάτια.
Ο απολογισμός, βαθιά στην καρδιά μαχαιριά! Οι θημωνιές κάηκαν σχεδόν όλες. Στους μαχαλάδες της Μπασνής και του Παπατριανταφύλλου, πολύ λίγα σπίτια έμειναν απείραχτα. Γύρω στα πενήντα έγιναν κάρβουνο κι άλλα τόσα κατάντησαν ετοιμόρροπα. Στα καλά καθούμενα, εκατό φαμίλιες στο δρόμο. Χώρια οι αχερώνες, οι στάβλοι, τα ζώα, οι αραμπάδες, το βιος τους. Οι άνθρωποι απαρηγόρητοι.
Το πρωί, σαν έσβησαν κι οι τελευταίες εστίες, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στην πλατεία. Οι κουβέντες τους, γύρω από τις ζημιές που έπαθε ο καθένας. Ποιος έχασε το σπίτι του, ποιος τα ζώα του, ποιος όλο το βιος του. Ο πόνος τους μεγάλος. Παρ’ όλα αυτά, αν το κακό έμενε στα ντουβάρια, στις θημωνιές και στα ζώα, θα το πάλευαν. Θα βοηθούσαν ο ένας τον άλλον και θα στέκονταν πάλι στα πόδια τους. Κι άλλες φορές έπαθαν μεγάλες ζημιές, αλλά «ούλοι για ολουνούς!» είπαν και τότε, και τα κατάφεραν.
Τώρα, όμως, το έβλεπαν όλοι πως αυτή η φωτιά δεν ήταν σαν τις άλλες. Πως από κάτω έκρυβε μια άλλη φωτιά, πιο μεγάλη, πιο δυνατή και πιο ύπουλη, που ένιωθαν κιόλας την πυρά της. «Πώς μαθές, έξαφνα, μες στ’ άγρια μεσάνυχτα, ν’ αρπάξουνε φωτιά οι θεμωνιές, κι απ’ τη μεριά που φύσαγε ο αγέρας;» αναρωτιούνταν. Την απόκριση όλοι την ήξεραν, όλοι την είχαν στο στόμα τους, αλλά κανένας δεν τολμούσε να την ξεστομίσει. «Θα σας κρένω εγώ!» ακούστηκε μια θαρρετή φωνή μέσ’ απ’ το πλήθος. Ήταν ο παπα-Θανάσης, ο εξομολόγος του χωριού, που τον σέβονταν και τον υπολήπτονταν όλοι. Οι συγχωριανοί του παραμέρισαν και βγήκε μπροστά.
«Αδελφοί, γιατί φοβούμαστε να το πούμε; Φαίνεται το πράμα, φωνάζει από μακριγιά. Ανθρεπού χέρι έβαλε τη φωτιά, για να τρομάξουμε και να σηκωθούμε να φύγουμε. Κι αρχίνησαν απ’ τις θεμωνιές, για να μας λείψει το ψωμί. Εγώ δεν πιστεύω πως ήθελαν να κάψουνε τα σπίτια. Όχι, τα σπίτια μας τα θέλουνε για να τα μοιράσουνε στους μουχατζίρηδες, όπως έκαμαν και στα τροϋρινά χωριά. Και λυπάμαι πολύ μ’ αυτό που θα σας πω, μα απ’ την ώρα που μας έβαλαν στο μάτι, τα ψωμιά μας εδώ είναι μετρημένα. Πέρσι τέτοιον καιρό μας άρπαξαν τους άντρες, φέτος μας έβαλαν φωτιά. Ούλα γένουνται με σχέδιο, και θα διούνε πολλά τα μάτια μας, ίσαμε να τους παραδώκουμε το χωριό. Γιατί, μη γελιέστε, το χωριό μας θα το παραδώκουμε, θέλουμε δε θέλουμε. Αυτά είχα να σας πω. Και τώρα να πάμε στις εκκλησιές μας, γιατί είναι Κυριακή κι έχουμε και λειτουργία» είπε και κίνησε για την εκκλησία της Παναγίας.
Καταπόδι του, χωρίς άλλες κουβέντες τράβηξαν κι οι άλλοι για τις εκκλησίες τους, μα όλους μέσα τούς έτρωγε ο φόβος για τα χειρότερα. Και τα χειρότερα δεν άργησαν. Απάνω στο «δι’ ευχών», πέταλα απανωτά ακούστηκαν στο καλντερίμι της πλατείας. Βγαίνοντας έξω, αντίκρισαν μια καβαλαρία με τον καϊμακάμη(4) της Ραιδεστού και τέσσερες ζαπτιέδες. Ο καϊμακάμης ζήτησε να μαζευτούν όλοι οι χωριανοί και, κάτω απ’ τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο, τους μίλησε καβάλα στ’ άλογο.
«Πατριώτες, είναι μεγάλη η συμφορά που σας βρήκε. Σας νιώθουμε. Δεν σας άξιζε τέτοιο κακό, γιατί είστε καλοί ανθρώποι. Τώρα, όμως, πρέπει να δείτε το αύριο. Πολλοί απομείνατε δίχως στάρι κι άλλοι δίχως σπίτι. Πώς θα βγάλετε το χειμώνα; Ο βαλής(5), μόλις έμαθε τα γενάμενα, σας συμπόνεσε και είναι έτοιμος να σας βοηθήσει. Άμα θέλετε, λέει, μπορεί να στείλει βαπόρια να σας πάνε στο Γιουνανιστάν. Αλλιώς, λέει, εδώ κινδυνεύετε. Ανάμεσα στ’ αδέρφια μας που έρχονται ξεριζωμένα απ’ τη Μακεδονία, έχει κι εντεψίζηδες(6) που καμιά φορά παραφέρνονται και δεν νογάνε(7) νε τι λένε νε τι κάμνουνε. Κι εμείς, λέει, όσο και να θέλουμε, δεν μπορούμε να σας φυλάξουμε απ’ αυτουνούς. Δεν μας ακούνε. Κουβεντιάστε το αναμεταξύ σας και αποφασίστε. Εγώ λέω να στρέξετε… για το καλό σας…» τους είπε και χωρίς άλλη κουβέντα έφυγαν όλοι με καλπασμό για τη Ραιδεστό.
Όπως άφησε η φωτιά τα δέντρα όρθια μισοκαμένα, έτσι απόμειναν κι οι χωριανοί. Και προτού συνέρθουν απ’ την «συμπόνια» του βαλή, ένα τσομπανάκι ήρθε λαχανιασμένο και τους έφερε κι άλλο μαντάτο. Την ώρα που τους μιλούσε ο καϊμακάμης, «εντεψίζηδες» άρπαξαν όλα τα ζώα, που ήταν παλουκωμένα στις καλαμιές και γύρω απ’ την ποτίστρα, κι έγιναν καπνός.
Γεώργιος Μάνος
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥΣ ΟΜΩΣ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ
Ιστορικό μυθιστόρημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
1. Καλαμιά = το καλάμι των σιτηρών που μένει στο χωράφι μετά τον θερισμό, το θερισμένο χωράφι.
2. Ζάφτι & ζάπι (κάνω) = δαμάζω, υποτάσσω στη δύναμή μου.
3. Παχνί = φάτνη, χτιστή (συνήθως) ή ξύλινη σκάφη όπου τοποθετείται η ζωοτροφή
4. Καϊμακάμης = διοικητής υποδιοίκησης, πρώην καζά, επαρχίας
5. Βαλής = νομάρχης, διοικητής του βιλαετιού
6. Εντεψίζης = αψύς, οξύθυμος, κακοήθης
7. Νογάω = καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ
Χάρτης: Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης (Π.Α.ΚΕ.ΘΡΑ.)
632Εσείς, Στέλλα Τεργιακή, Αστερίου-Καβάζη Κατερίνα-ΙΙ και 629 ακόμη
174 σχόλια
84 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση
Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021
Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)