Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Άρδην Τ. 60: Το Ερωτικό Βυζάντιο


Άρδην Τ. 60: Το Ερωτικό Βυζάντιο

http://ardin-rixi.gr/archives/1260
http://ardin-rixi.gr/?q=node/1885

Υπήρχε συμβιβασμός ερωτισμού και χριστιανισμού στο Βυζάντιο;


Υπήρχε συμβιβασμός ερωτισμού και χριστιανισμού στο Βυζάντιο;

Ζεύγος εραστών σε κήπο. Εφυαλωμένο πιάτο (αρχές 13ου αι.) από την Κόρινθο. Κόρινθος, Αρχαιολογικό Μουσείο. (Περιοδικό «Αρχαιολογία, Μάρτιος 2009).

Υπήρχε συμβιβασμός ερωτισμού και χριστιανισμού στο Βυζάντιο;

«Σε αντίθεση με τα συνήθως θρυλούμενα για το Βυζάντιο, προκύπτει από τις πηγές ότι αυτό υπήρξε μία ανεκτική σε θέματα ερωτισμού για την εποχή του κοινωνία, η οποία κατόρθωνε να συνδυάζει την πνευματικότητα και τη λατρεία προς το θείον με τον εγκόσμιο έρωτα, διαμορφώνοντας το γνώριμό μας «συναμφότερον» μεταξύ ερωτισμού και ορθοδοξίας.» Διαβάστε να δείτε ποια διακεκριμένη πανεπιστημιακός υπογράφει το κείμενο αυτό σε μία περισπούδαστη μελέτη της!..
ΕΙΝΑΙ αλήθεια ότι, όταν μιλάμε για έρωτα (1) ή ερωτισμό (2), ο νους μας ανατρέχει ε κάποια στοιχεία που έχουνννα κάνουν μονάχα με την ερωτική πράξη. Κι όμως!.. Ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, οι Στωικοί, ο Πλούταρχος είδαν τον έρωτα από πνευματικότερη, θεωρητικότερη άποψη απ' ότι οι περισσότεροι απ' τους φιλοσόφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, που έβλεπαν τον έρωτα κυρίως απ' τη φυσική του πλευρά.
Οι χριστιανοί, και ιδιαίτερα ο Παύλος, θ' αντιτάξουν στον έρωτα την αγάπη - φιλανθρωπία που, ενώ αποβλέπει στο Θεό, δεν ξεχνά τον πλησίον.
Με το πέρασμα των αιώνων διαμορφώνονται δύο κύριες αντιλήψεις για τον έρωτα. Οι κύριοι εκφραστές της πρώτης αντίληψης είναι ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Σπινόζα, ο Ντεκάρτ κ.ά., όπου θεωρούν τον έρωτα πάθος και πρέπει πάντα το πάθος να κυριαρχείται απ' το λογικό. Στη δεύτερη αντίληψη, που τη συναντάμε στους μυστικούς, όπως ο Πλωτίνος, ο Άγιος Αυγουστίνος, ο Άγιος Ιωάννης του Πασκάλ, κάθε αγάπη διέπεται από την αγάπη του Θεού.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Φρόιντ επιχείρησε ν' αναλύσει τον έρωτα στα συστατικά του στοιχεία. Ο Φρόιντ, λοιπόν ορίζει "τον αληθινό έρωτα" σαν σύνθεση των καθαυτό σεξουαλικών ορμών και των "τρυφερών αισθημάτων" που εμφανίζονται ως συνέπεια της απώθησης των σεξουαλικών ορμών της πρώτης παιδικής ηλικίας. Έτσι, ο έρωτας είναι μία σύνθετη περίπλοκη και βασική κλίση της ανθρώπινης ύπαρξης που επιδρά στις ιδιότητες και ικανότητές μας, όπως κι αυτές με τη σειρά τους επιδρούν και αντιδρούν στην κλίση αυτή.
Τι λέει η πανεπιστημιακός κ. Μαρία Καμπούρη – Βαμβούκου
Μια περισπούδαστη μελέτη για τον ερωτισμό σε σχέση με το Βυζάντιο είδε το φως της δημοσιότητας στο περιοδικό «Αρχαιολογία» (Τεύχος 110,Μάρτιος 2009), Μία μελέτη την οποία υπογράφει η διακεκριμένη Ελληνίδα πανεπιστημιακός κ. Μαρία Καμπούρη – Βαμβούκου. Περιληπτικά, λοιπόν, το επιστημονικό αυτό κείμενο έχει ως εξής:
Η περισπούδαστη μελέτη της διαπρεπέστατης Ελληνίδας πανεπιστημιακού κ. Μαρίας Καμπούρη – Βαμβούκου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Ερωτισμός και Βυζάντιο», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Αρχαιολογία» τον Μάρτιο του 2009.
Ερωτισμός και Βυζάντιο
Μαρία Καμπούρη-Βαμβούκου
Χριστιανισμός και ερωτισμός είναι δύο έννοιες που δύσκολα συμβιβάζονται μεταξύ τους. Ο χριστιανισμός θεωρούσε τη σωματική έλξη, την ηδονή, την απόλαυση απαγορευμένες ακόμη και στα πλαίσια του γάμου, ο οποίος ως θεσμός έπρεπε να εξυπηρετεί κυρίως τη διαιώνιση του είδους και κατά δεύτερο λόγο να αποτελεί νόμιμη διέξοδο στις σεξουαλικές ορμές.
Η Εκκλησία από την πρώιμη περίοδο έκανε τα πάντα για να εξουδετερώσει τον ερωτισμό. Στην προσπάθειά της κατέφυγε σε υπερβολές, χωρίς να καταφέρει να απαλλαγεί από συμπεριφορές στον σεξουαλικό τομέα που αντιστοιχούσαν περισσότερο στην ανθρώπινη φύση παρά σε ασκητικούς και εκκλησιαστικούς κανόνες.
Ο ερωτισμός από την άλλη, προσπάθησε να υπερβεί τις αντιστάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα από τη λογοτεχνία και την πραγματική ζωή. Η ερωτική λογοτεχνία βοηθά να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι Βυζαντινοί εξέφραζαν τις αντιλήψεις τους για τον έρωτα. Την εικόνα αυτή συμπληρώνουν οι διάφορες νομοθετήσεις για την γενετήσια ηθική, οι Βίοι των αγίων και κάθε είδους ψυχωφελή κείμενα που απέβλεπαν στη νουθεσία των πιστών.
Το Κράτος, και περισσότερο, η Εκκλησία, θέλησαν να ελέγξουν τη δημόσια και ιδιωτική ζωή. Στους νόμους και τους εκκλησιαστικούς κανόνες καταγράφονται ποικίλου τύπου αμαρτήματα της σάρκας που αποτελούν χωριστές κατηγορίες αξιόποινων πράξεων.
Σε αντίθεση με τα συνήθως θρυλούμενα για το Βυζάντιο, προκύπτει από τις πηγές ότι αυτό υπήρξε μία ανεκτική σε θέματα ερωτισμού για την εποχή του κοινωνία, η οποία κατόρθωνε να συνδυάζει την πνευματικότητα και τη λατρεία προς το θείον με τον εγκόσμιο έρωτα, διαμορφώνοντας το γνώριμό μας «συναμφότερον» μεταξύ ερωτισμού και ορθοδοξίας. (3)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. έρωτας και έρως, ο (AM έρως• Α επικ. και λυρικός τ. έρος)• 1. έντονη συναισθηματική έλξη στην οποία συνυπάρχει και πόθος για σαρκική επαφή (α. «κλεφτά την πάτασσε του έρωτ’ η οδύνη», Ερωτόκρ.• β. «έρως εις αυτόν της γυναικός εσέβην», Καλλίμ.• γ. «...ως ταύτης πόθω πόλις δαμείη πάσα, κουχ η Λυδία πέρσειεν αυτήν, αλλ’ ο τήσδ’ έρως φανεείς»• γιατί η πόλη θα υποταχθεί απ τον πόθο γι’ αυτήν και δεν θα την κυριέψει η Λυδία, αλλά ο Έρωτας του Ηρακλή γι’ αυτήν, για την Ιόλη, Σοφ.)• 2. ο θεός Έρως• 3. θερμή αγάπη, αφοσίωση σε κάποιον (α. «έρωταν είχεν περισσόν ως δια την ποθητήν του και δια την μητέραν του και δια τους αδελφούς του», Διγεν. Ακρ.• β. «έρως λέγεται, ω ουδείς επαισχύνεται, όταν μη κατά σαρκός γένηται αυτού η τοξεία»• λέγεται έρωτας, για τον οποίο δεν ντρέπεται κανείς, εφόσον η έλξη δεν είναι σαρκική, Γρηγ. Νυσσ.)• 4. αφοσίωση, προσήλωση σε ιδανικό, σε καθήκον κ.λπ. (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.• β. «υποδεικνύων τον μισθόν της γνώσεως εις έρωτα αυτής τους συνετούς εκκαλείται»• υποδεικνύοντας την αμοιβή της γνώσης κάνει έκκληση στους συνετούς να την ερωτευθούν, Κλημ. Αλ.)• 5. ισχυρή επιθυμία για κάτι, πόθος να αποκτήσει η να κρατήσει στην κατοχή του κάποιος κάτι («α. έχει έρωτα για το χρήμα» η «με το χρήμα»• β. «έρως χρημάτων»)• 6. το αντικείμενο του έρωτα, ο,τι αγαπάει υπερβολικά κάποιος (α. «το θέατρο είναι ο έρωτάς του»• β. «απροσίκτων δ’ ερώτων οξύτεραι μανίαι»• είναι οξύτερες οι μανίες που προκαλούν οι απελπισμένοι έρωτες, ο πόθος για κάτι ακατόρθωτο, Πινδ.)• || (μσν.-νεοελλ.) 1. η ερωτική πράξη, η σαρκική επαφή (α. «έκανε έρωτα μαζί της» β. «ερώτων δε μυστήρια ερυθριώ του λέγειν», Διγεν. Ακρ.)• 2. ερωτική σχέση, ερωτικές περιπέτειες (α. «με τους έρωτές της κατάστρεψε το σπίτι της»• β. «έρωτας ανιστοράται και την αρπαγήν της κόρης», Διγεν. Ακρ. || (νεοελλ.) (φρ.) «πλατωνικός έρως» η «έρωτας για κάποιον η κάποια»• ερωτική προσήλωση, συναισθηματική αφοσίωση χωρίς σαρκικές σχέσεις• || (αρχ.-μσν.) 1. η αγάπη του θεού προς τον άνθρωπο («αυτόν έπεμψεν τον Υιόν• ανηρέθη και ούτος ελθών, και ουδέ ούτως έσβεσε τον έρωτα αλλ’ ανήψε μειζόνως»• έστειλε στη γη τον ίδιο τον γιο Του• τον σκότωσαν κι Αυτόν οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και τότε δεν έσβησε την αγάπη για τους ανθρώπους αλλά τη φούντωσε ακόμη περισότερο, Ιωάνν. Χρυσ.)• 2. η αγάπη του ανθρώπου, η αφοσίωση στον θεό και στους αγίους («τρωθείσα τω ασωμάτω και διαπύρω βέλει τού έρωτος»• πληγωμένη η ψυχή από το άυλο και διάπυρο βέλος του έρωτα• Γρηγ. Νυσσ.)• || (αρχ.) 1. υπερβολικά έντονη χαρά («έφριξ’ έρωτι, περιχαρής δ’ ανεπτάμην»)• 2 (πληθ.) οι έρωτες• η ερωτική πράξη, οι σεξουαλικές σχέσεις («ουχ όσί έρωτες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ήδη ομηρική λ. έρως ανήκει στα σιγμόληκτα ουσιαστικά, αναγόμενη σε αρχικό θέμα *ερασ-, το οποίο εμφανίζεται σε παράγωγα (πρβλ. ερασ-τος, εράσ-μιος και αιολ. εραννός < *ερασ-νος). Παρά την ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση που έχει κάθε λ. της λεξιλογικής ομάδας με τη σημασία «αγάπη», η ιδιαιτερότητα στη σημασία κάθε λέξεως καταδεικνύεται από το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο απαντά κάθε φορά. Η λεξιλογική οικογένεια του «έρως» αναφέρεται, τόσο στην Αρχαία όσο και στη Νέα, μόνο στην ερωτική αγάπη, εν αντιθέσει προς τα φιλία / φιλώ / φίλος, τα οποία δηλώνουν περισσότερο τη σημασία «οικείος», αλλά και προς τα στέργω / στοργή, που αναφέρονται σε σχέσεις γονέων προς παιδιά η ανωτέρων προς κατωτέρους].
2. ερωτισμός
ο· υπερβολική επιθυμία για ικανοποίηση τού γενετήσιου ενστίκτου και επιζήτηση αισθησιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erotism). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Α. Γ. Μαυρουκάκη στην εφημερίδα Άστυ]. (Πάπυρος, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσας).
3. Περιοδικό «Αρχαιολογία», Τεύχος 110, Μάρτιος 2009, Κύριο θέμα: Περί Έρωτος και Αγάπης, Σελίδες: 26-36.

 

Αναρτήθηκε: 16/07/12 20:56


http://www.sakketosaggelos.gr/Article/2848/

Ώστε το αίσθημα του έρωτα το καταδίκαζαν οι ιατροί και όχι οι κληρικοί στο Βυζάντιο;

http://www.sakketosaggelos.gr/Article/1947/

https://bolko.wordpress.com/2012/09/20/κντ1
http://taeiseafton.blogspot.gr/2010/11/blog-post_11.html

https://www.google.gr/search/κντ2

Η Βυζαντινή γυναίκα και ο έρωτας

Κοντά σου τη φωτιά του πάθους πώς θ' αντέξω;
                         Μόνο ένα φάρμακο για αυτή τη δίψα ξέρω.
                      Τον έρωτα, έρωτας πιο φλογερός τον σβήνει.
                                                       
                                                     Ιωάννης Γεωμέτρης, βυζαντινός ποιητής


 Στο Βυζάντιο, που οι κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές του δομές ήταν απόρροια του 
Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού,υπήρξε έντονη σύγκρουση ανάμεσα στον ερωτισμό και τη χριστιανική ηθική. Ιδιαίτερα στην πρώιμη περίοδο (4ος-7ος αι.), οι αυστηροί κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας συγκρούστηκαν με τον ειδωλολατρικό αισθησιασμό και την απόλαυση της ζωής που εξακολουθούσε να επιζεί ως κληρονομιά της αρχαιότητας. 
           Ο έρωτας όμως, ως θεμελιώδης έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης είναι παντού παρόντας, η βυζαντινή κοινωνία αποτελεί μια κοινωνία ανθρώπων που, παρά τη μεγάλη σημασία που αποδίδει στο θείο, δεν παύει να  ερωτοτροπεί και να ερωτεύεται σε όλες τις μορφές και εκφράσεις, από τη χυδαία μορφή του αγοραίου έρωτα, τα ερωτικά κελεύσματα και μηνύματα κάτω από δυσκολίες και περιορισμούς, τις ερωτικές περιπέτειες στα λουτρά, μέχρι τον  υψηλό και ιδανικό έρωτα, όπως περιγράφεται στα ερωτικά μυθιστορήματα και ποιήματα.


ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
 

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

The London Protocol of 3 February 1830- Το πρωτόκολλο της εθνικής ανεξαρτησίας

http://kingscollections.org/exhibitions/specialcollections/greece/british-involvement-in-the-war/london-protocol

The London Protocol of 3 February 1830

Protocol no.1Protocol no.1On 3 February 1830 a conference was held at the Foreign Office in London in which the plenipotentiaries of Great Britain, France and Russia signed a protocol declaring Greece an independent, sovereign state.
Protocol no.1 is shown here, published in the parliamentary papers of the House of Commons. The first of the 11 articles proclaimed independence:
Greece shall form an independent State, and shall enjoy all the rights, political, administrative, and commercial, attached to complete independence.
Article two defined the borders of the new state, while article three stated that the Greek government would be ‘monarchical, and … confided to a Prince … who shall bear the title of Sovereign Prince of Greece.’ Article four declared peace between the Ottoman Empire and Greece.
In Protocol no.2 the plenipotentiaries declared their favour for Prince Leopold of Saxe-Coburg as their choice of Sovereign Prince. Leopold declined the offer, however, and at the London Convention in May 1832 the throne was offered to seventeen-year-old Prince Otho, son of King Ludwig I of Bavaria.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

ΛΑΜΠΡΟΥ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑ- ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΣΤΑΣΕΩΣ (1863)

ΤΟΜΟΣ 1 http://invenio.lib.auth.gr/record/123314/files/1.pdf?version=1
Main αρχείο(α):
Additional αρχείο(α):

Καταστροφή των Ψαρών (1824)

http://el.wikipedia.org/wiki//knt.
Καταστροφή των Ψαρών αποκαλείται η άλωση των Ψαρών και η σφαγή των κατοίκων τους από τον Οθωμανικό Στρατό τον Ιούνιο του 1824, κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Gysis Nikolaos After the destruction of Psara.jpg
«Μετά την καταστροφή των Ψαρών». Έργο του Νικόλαου Γύζη
Ημερομηνία21 Ιουνίου 1824
ΤόποςΨαρά
Έκβασηήττα των Ελλήνων και καταστροφή της νήσου
Εμπλεκόμενες πλευρές
Greek Revolution flag.svg Έλληνες επαναστάτεςFlag of the Ottoman Empire (1453-1517).svg Οθωμανική αυτοκρατορία
Ηγετικά πρόσωπα
Ψαρά: τοπική αρχή του νησιού
Θεσσαλομακεδόνες:Γούλας Κασάνδριος, Σλαβούνος Ράδος
Οθωμανοί:
Αλβανοί: Ισμαήλ Πασά Πλιάσας, Μπανιούς Σέβρανης
Δυνάμεις
κάτοικοι του νησιού + 600 ΘεσσαλομακεδόνεςΟθωμανικός στόλος με 10.000 στρατό, εκ των οποίων 3.000 Αλβανοί
Απώλειες
φοβερές απώλειες, άλωση του νησιού, προσφυγή των κατοίκων στην Μονεμβασία και από εκεί στην Αίγινα

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-wikipedia

http://el.wikipedia.org/wiki/κντ2.
http://invenio.lib.auth.gr/record/123314/files/




Χάρτης με τις διαδοχικές επεκτάσεις του ελληνικού κράτους. Με σκούρο μπλε το αρχικό ελληνικό κράτος που όριζε το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Αυγούστου 1832

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Κώστας Τσιαντής: Απόψεις για τη ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΑΣ (Ι). Απάντηση σε επιστολή που έλαβα από συμπατριώτη μας που ζει στο εξωτερικό (2011)

Αγαπητέ συμπατριώτη (..)
Ευχαριστώ για τη συνέντευξη του καθηγητή κ. Ιωάννη Μπουγά, που είχες την καλοσύνη να μου στείλεις.
Γράφω κάποιες σκέψεις, που αναπόφευκτα έχουν σχέση με την ερμηνεία των γεγονότων που συνόδευσαν  την τραγική περίοδο της φασιστικής κατοχής και της εθνικής αντίστασης, αλλά και που συνδέονται με το «τι μέλλει γενέσθαι» όσον αφορά την οδυνηρή  δοκιμασία που διέρχεται σήμερα η Ελλάδα και ο λαός μας.
Δεν είμαι ιστορικός, αλλά προσπαθώ  από ιστορικά τεκμήρια να σχηματίσω μια εικόνα για πράγματα που  δεν έζησα προσωπικά, αλλά που η σημασία τους επηρέασε τον μετέπειτα ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό μας βίο και συγχρόνως κατέδειξε παραλήψεις και αστοχίες σε επίπεδο πολιτικής όρασης και στρατηγικής  που είναι  ανάγκη σήμερα να υπερβούμε στην πολιτική  προοπτική  ανάστασης του τόπου.


Ι. ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Κάθε δοκίμιο -ιστορική μαρτυρία αποτελεί αναγκαίο υλικό για την ιστορική έρευνα, η οποία για την περίοδο 1940-49 προχωράει και συνεχίζεται  ακόμα. Κι αυτό είναι πιστεύω  αναγκαίο έως ότου φανεί από κάποια απόσταση η αλήθεια (που ξεπερνάει τη μονομέρεια) και  αποδοθεί  σε βάθος του χρόνου η πιο δίκαιη  κρίση για τα γεγονότα.
Δεν έζησα προσωπικά το δράμα της ξένης κατοχής και του εμφυλίου. Οι προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων και η ιστορική βιβλιογραφία μένουν οι βάσεις για το σχηματισμό της προσωπικής μου κρίσης. Και με την έννοια αυτή κάθε μελέτη έχει για μένα την αξία της και το ιδιαίτερο βάρος της.
Ωστόσο, δεν με βρίσκει σύμφωνο η μέθοδος συγγραφής της ιστορίας χωρίς την αναζήτηση και την ανάδειξη της αιτίας των γεγονότων. Και στο σημείο αυτό είμαι αντίθετος προς τη θέση  που διατυπώνει ο καθηγητής κ. Ιωάννης Μπουγάς όταν λέει: «Ό,τι γράφω, είμαι βέβαιος ότι έγινε, και ακριβώς όπως το περιγράφω. Το γιατί έγινε, είναι εξήγηση που χρειάζεται να δοθεί από άλλους».
Αλλά αν απομονώσουμε κάθε ιστορική (συλλογική) πράξη απ' την αιτία της (κίνητρο: ταξικό, ιδεολογικό, γεωπολιτικό, συμφεροντολογικό ή ηθικό) και τη δούμε μόνο απεικονιστικά (ως εικόνα), τότε θαρρώ πως δεν φτάνουμε στην ουσία της. Οι Έλληνες που αντιστάθηκαν στον φασισμό θα χαρακτηρίζονταν τότε εγκληματίες. Οι Έλληνες που σφάχτηκαν μεταξύ τους θα ήσαν μανιακοί δολοφόνοι. Δεν υπάρχουν ιστορικο-πολιτικά  γεγονότα (πράξεις) χωρίς προθέσεις (intentions), όπως δεν υπάρχει ζωντανό σώμα χωρίς ψυχή.Το ίδιο ισχύει και όταν επιλέγουμε και προβάλλουμε τα γεγονότα (facts). Κάθε τί που εμφανίζεται στη σκηνή το συνοδεύει πάντα η πρόθεση (συνειδητή ή όχι- δεν έχει σημασία).
Αλλά ακόμα και όταν η ιστορική πράξη δίδεται μαζί με την αιτία της, αλλά η αιτία δεν φτάνει μέχρι του σημείου να αναλύσει τις στάσεις θύματος και θύτη, και μονομερώς αναφέρεται στον ένα από τους δυο, τότε φτάνουμε σε εξιστορήσεις σαν και αυτές λ.χ. της παραδοσιακής  αριστεράς (καθαρά ταξικές) ή της άκρας δεξιάς (εθνικιστικές).
ΙΙ. ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΤΩΝ
1. Γενικά. Υπό το πρίσμα που προανέφερα διαβάζω τη συνέντευξη του κ. Ι. Μπουγά και συλλογίζομαι τότε αυτά που έγραφε ο Π. Κανελλόπουλος στις 8 Νοεμβρίου 1944: «Πεθάνανε οι μάρτυρές μας και μπήκαν στη μια και αδίχαστη γραμμή του θανάτου, για να μπούμε εμείς στη μια και αδίχαστη γραμμή της Ζωής. Αν όσοι σκοτώθηκαν έπεσαν ενωμένοι, για να χωριζόμαστε εμείς οι ζωντανοί σε στρατόπεδα που μισούνται  μεταξύ τους και είναι έτοιμα να αλληλοσπαραχτούν, τότε πρέπει να πούμε ότι οι θυσίες των μαρτύρων ήταν περιττές. Δεν υπάρχει παρά ένας μόνον χώρος για την πραγματική ενότητα του Έθνους, και ο χώρος αυτός είναι η δημοκρατική Πολιτεία. Ας φύγει από μέσα μας κάθε δισταγμός, που κάνει τους μεν ή τους δε να επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους κάποιο δικαίωμα υλικής βίας, που μπορεί να γίνει αφορμή να καταστρέψουμε τα πάντα» (Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Ιστορικά Δοκίμια, Α: Πώς εφθάσαμε στην 21η Απριλίου 1967, Β: 1940-1944. Εθνική Αντίσταση, Αθήνα 1975), σ.253.
Σκέφτομαι τα λόγια αυτά και βρίσκω ότι είναι ανάγκη η ιστορία εκείνης της περιόδου να αποκατασταθεί στις πραγματικές της διαστάσεις, τόσο από πλευράς συμβάντων καθαυτών (φρικιαστικών σε κάθε περίπτωση!), αλλά και από πλευράς του ευρύτερου γεωπολιτικού και ιδεολογικού πλαισίου που παρήγαγε τις αιτίες των τραγικών συμβάντων. Και η αναζήτηση αυτού του πλαισίου αν είναι μια φορά αναγκαία για την αντίσταση του λαού μας απέναντι στο φασισμό, είναι διπλά αναγκαία για την αποτροπή κάθε εμφύλιας σύρραξης. Γιατί ο σκοπός  συγγραφής της εθνικής ιστορίας ενός λαού δεν είναι για να δικαιώσει ιδεολογικά κάποια πλευρά, αλλά για να διδάξει τις νέες γενιές πώς ο λαός υπερασπίζεται την ελευθερία και ανεξαρτησία του, αλλά και να καταδικάσει τις συνθήκες  της διαίρεσής που τον οδηγούν στην εμφύλια τραγωδία.
Διδακτικές για μένα στάθηκαν από την άποψη αυτή οι σελίδες από την ιστορία της Εθνικής Αντίστασης που έγραψε ο Π. Κανελλόπουλος, ο οποίος έζησε ο ίδιος από υψηλή θέση ευθύνης τα γεγονότα.
Δεν είναι σκοπός μου εδώ να περιγράψω το πλαίσιο αναφοράς των γεγονότων εκείνης της περιόδου. Αλλά θα σημειώσω ενδεικτικά τρία σημεία:
2.Ρόλος της Σοβιετικής Ένωσης: Κατά την περίοδο της φασιστικής-ναζιστικής κατοχής (1940-44), «η Σοβιετική Ένωση δεν απέβλεπε- δεν θα εξετάσω εδώ για ποιους λόγους- στην επικράτηση του κομμουνισμού στον ελλαδικό χώρο. Επιθυμούσε και συνιστούσε τη συνεργασία και την ένωση των πολιτικών και αντιστασιακών δυνάμεων. Μ' άλλα λόγια, πολύ πριν από τη διάσκεψη του Τσώρτσιλ και του Στάλιν στη Μόσχα (10-20-1944), που ήταν αποφασιστική για την τύχη των Βαλκανίων, η Σοβιετική Ένωση () είχε παραδεχτεί, ότι προτεραιότητα ενδιαφέροντος για την Ελλάδα είχε η Μεγάλη Βρετανία» (ο.π. σ.243). Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι η υπόθαλψη του διχασμού, που τον ενίσχυε ανοιχτά η Αγγλία, δεν προερχόταν από το φόβο να καταστεί η Ελλάδα κομμουνιστική, αλλά ανεξάρτητη (κατά το παράδειγμα της τότε Γιουγκοσλαβίας).
3. Ρόλος Σωμάτων Ασφαλείας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ορκίστηκαν στο Κάιρο οι ΕΑΜικοί υπουργοί (..) ως μέλη της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, ενώ το ζήτημα της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στην μέλλουσα να ελευθερωθεί Ελλάδα ανατέθηκε στον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο και τον Άγγλο στρατηγό Σκόμπυ. Ο  Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρει στο διάγγελμά του μεταξύ άλλων: «Δυο είναι οι μεγάλοι σκοποί μας! Η ενική Απελευθέρωσις και Αποκατάστασις και η Λαϊκή Κυριαρχία». Τονίζει επίσης: «Αλλά υπάρχουν και σκιαί. Υπάρχουν, πρώτον, τα Τάγματα Ασφαλείας. Έλληνες ετέθησαν εις την υπηρεσία των κατακτητών εναντίον των Ελλήνων. Το Εθνικόν Συνέδριον του Λιβάνου κατήγγειλε τα Τάγματα Ασφαλείας. Και η κυβέρνησις της εθνικής Ενώσεως, σήμερον, επαναλαμβάνει την καταδίκην των. Η ύπαρξις ενόπλων σωμάτων υπό οιονδήποτε όνομα εις την υπηρεσίαν του εχθρού αποτελεί έγκλημα κατά της Πατρίδος» (Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας [1940-45], σ. 394).
Τι γράφει όμως ο Π. Κανελλόπουλος;  «Ο  Γ. Κάτρης μιλάει για «κατοχική αστυνομία και χωροφυλακή». Πλανάται. Η Αστυνομία και η Χωροφυλακή δεν ήταν «κατοχικές». Ήταν «ελληνικές». Προβλεπόταν από τους διεθνείς κανόνες του πολέμου, να εξακολουθούν να εκτελούν τα καθήκοντα τους τα σώματα ασφαλείας σε περιοχές, που καταλαμβάνονται από τον εχθρό. Υπήρξαν βέβαια στελέχη της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής -ευτυχώς, όχι πολλά- που έδρασαν προδοτικά κατά των αντιστασιακών οργανώσεων. Αλλά τα περισσότερα στελέχη τους βοήθησαν, με κίνδυνο της ζωής τους,  τους αγωνιστές ή όσους διέφυγαν για τη Μέση Ανατολή». Παραθέτει προς επιβεβαίωση τρία περιστατικά (δύο εκ των οποίων αναφέρονται στο πρόσωπο του Διευθυντή Αστυνομίας  Άγγελου Έβερτ), με την ελπίδα πως θα αρκέσουν στον Γ. Κάτρη να αναθεωρήσει τις απόψεις του. (Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ιστορικά Δοκίμια, σ.265-8). 
4.Εξάρτηση-Νόμος Δανεισμού-Εκμισθώσεως.   Όπως γράφει στις 9 Δεκεμβρίου 1944 στην «Ουάσιγκτον Ποστ»  ο έφεδρος ταγματάρχης του αμερικανικού στρατού και αργότερα Ύπατος Πρόεδρος της   ΑΧΕΠΑ και Αντιπρόεδρος του Προοδευτικού Κόμματος Ουάλλας, Γιώργος Χ. Βουρνάς: «Κάθε πληροφορημένος άνθρωπος γνωρίζει ότι ο Ατλαντικός Χάρτης κατεδίκασε τη βία στην διεθνή πολιτική. Το Λονδίνο όμως δεν τον ετίμησε ούτε με μια ευπρεπή κηδεία. Έτσι ο υπουργός των εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Ήντεν επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να επεμβαίνει στις Ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό σημαίνει - γιατί η σύνδεση είναι άμεση - ότι η υλική βοήθεια που δίνεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, βάσει του Νόμου Δανεισμού-εκμισθώσεως, προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για να κρατεί τους λαούς σε υποταγή. Αυτός είναι ο μεταπολεμικός κόσμος για τον οποίο πολεμούμε? Αυτή είναι η υπόσχεση στην οποία μπορούσαν να βασισθούν, όπως τους ελέχθη με ιερό όρκο, οι λαοί της Ευρώπης? Αυτή είναι η ιερή συμφωνία για την οποία εκατοντάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους?» (Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας [1940-45], σ. 394)..
ΙΙΙ. ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ  ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Ιστορικά Δοκίμια, Α: Πώς εφθάσαμε στην 21η Απριλίου 1967, Β: 1940-1944. Εθνική Αντίσταση, Αθήνα 1975):
Συνέδριο Λιβάνου (20 Μαίου 1944): «Όλοι οι σύνεδροι επιθυμούσαμε ή θεωρούσαμε αναγκαία- με παραλλαγές αισθημάτων και  απώτερων βλέψεων- την Εθνική Ενότητα.. Στις 20 Μαΐου έγραψα: ''Σήμερα τ' απόγευμα έληξαν οι εργασίες του συνεδρίου. Καταλήξαμε σε συμφωνία. Η στιγμή που αναγγέλθηκε η συμφωνία,  ήταν συγκινητική. Δεν ξέρω τι θα βγει από τη σημερινή μέρα. Πάντως, η μέρα τούτη ήταν ιστορική. Όλα τα κόμματα και όλες οι μαχητικές οργανώσεις τν βουνών και των πόλεων της Ελλάδος αποφασίσαμε να σχηματίσουμε την πιο πανελλήνια κυβέρνηση που έχει ποτέ υπάρξει. Για πρώτη φορά μπαίνουν οι Έλληνες κομμουνιστές σε Ελληνική κυβέρνηση. Οι ευθύνες που αναλαμβάνουμε είναι τεράστιες. .Όλοι μας δείξαμε διάθεση ελληνική. Ας δώσει ο θεός, η ιστορία, που έρχεται, να ανταποκριθεί στη διάθεσή μας και να δικαιώσει την απόφαση, που πήραμε''».σ.245.    
«Αν η απόφαση αυτή είχε ληφθεί τον Αύγουστο του 1943, όταν ήρθαν στο Κάιρο από τα «ελεύθερα βουνά» της Ελλάδος οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ-ΕΛΑ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, όχι μόνο θα είχε προληφθεί η επανάληψη των εμφυλίων συγκρούσεων του ΕΛΑΣ με τις δυνάμεις του Ζέρβα, η σφαγή του Δημητρίου Ψαρρού, και το μεγάλο στασιαστικό κίνημα στη Μέση Ανατολή, αλλά και η ευχή που διατύπωσα -μεσάνυχτα- πάνω στον Λίβανο, θα είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να εκπληρωθεί» (σς.245-6).
Πoιός έσπρωξε τον ιστορικό δείκτη στη δωδέκατη ώρα; «Όλοι φταίξαμε, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Πρώτη όμως έφταιξε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ, που- κρίνοντας (όπως και αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1944) με τρόπο αντιρρεαλιστικό τις αντικειμενικές ιστορικές περιστάσεις- θεώρησε υπερβολικές τις υποχωρήσεις που έκαναν οι αντιπρόσωποί της, καθώς και οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ στο Συνέδριο του Λιβάνου, και όχι μόνο δεν τους εξουσιοδότησε να μπουν στην κυβέρνηση, που σχηματίσαμε (20 Μαΐου 1944), αλλά τους ανεκάλεσε, υποχρεώνοντάς τους να επιστρέψουν στα βουνά. Ότι η ενέργεια αυτή της τότε ηγεσία του ΚΚΕ ήταν αντιρρεαλιστική δεν χρειάζεται να το αποδείξω. Είναι κάτι αυταπόδεικτο. Τρεις μήνες αργότερα, δηλαδή στα τέλη Αυγούστου 1944 ( ), εγκατέλειψε η ηγεσία του ΚΚΕ κάθε επιφύλαξη, ήρθαν οι αντιπρόσωποι της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ από τα βουνά και στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 ορκίστηκαν υπουργοί οι Αλ. Σβώλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Νικ. Ασκούτης, Γιάνης Ζέβγος, Μιλιτάδης Πορφυρογένης, και Άγγελος Αγγελόπουλος. Αλλά ο δείκτης της ιστορίας δεν απείχε τη στιγμή εκείνη παρά μόνο μερικά δευτερόλεπτα από τη δωδέκατη ώρα. Πολλά θα μπορούσαν να είχαν γίνει ή να είχαν αποφευχθεί στους τρις μήνες που χάθηκαν! Γιατί τάχα θα έπρεπε να  φθάσω στην Πελοπόννησο (στην Καλαμάτα) στις 27 Σεπτεμβρίου 1944 και να μην είχα βρεθεί εκεί, στο στρατηγείο του Άρη Βελουχιώτη, ένα ή δυο μήνες πριν, δηλαδή πριν χυθεί τόσο αίμα στον Πύργο και στην Βαρβάσαινα, στην Καλαμάτα, στον Μελιγαλά, στον Αχλαδόκαμπο, στους Γαργαλιάνους και στην Πύλο;  Δεν χρειάστηκε παρά η απλή  παρουσία μου- χωρίς ελληνικές (κυβερνητικές) ή βρετανικές δυνάμεις- και η συνεργασία μου, ως υπουργού  της κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας, με τον Άρη Βελουχιώτη, για να λυθεί η πολιορκία της Τριπόλεως από τον ΕΛΑΣ και να μη χυθεί ούτε σταγόνα αίματος στην Τρίπολη. Περιορίζομαι στη μνεία της άμεσης αυτής εμπειρίας μου, για να πω, βασισμένος, σε αυτήν, ότι η ιδέα, που από τον Αύγουστο του 1943 είχαν υποστηρίξει τα «βουνά» (και είχα εγώ υιοθετήσει), να σχηματιζόταν από τότε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με κλιμάκια υπουργών, που θα είχαν εγκατασταθεί στα «ελεύθερα βουνά», μπορούσε- αν είχε πραγματοποιηθεί- όχι μόνο να προλάβει πολλά δεινά, που εμεσολάβησαν ως την άνοιξη του 1944, αλλά και να αλλάξει την πορεία της ιστορίας. Τότε, τον Αύγουστο του 1943, δεν είχε φταίξει το ΚΚΕ. Είχαν φταίξει άλλοι, Έλληνες και ξένοι. Για τη μοιραία, όμως καθυστέρηση των τριών μηνών, από το Συνέδριο του Λιβάνου ως τις 2 Σεπτεμβρίου 1944 [κυβέρνηση εθνικής ενότητας: Κάιρο, μετά τις 6 Σεπτεμβρίου μεταφέρθηκε στην Ιταλία- Καζέρτα], έφταιξε η ηγεσία του ΚΚΕ».
Άρης και Κανελλόπουλος μπαίνουν μαζί στην Πάτρα: Στις 4 Οκτωβρίου 1944 απελευθερώθηκε η Πάτρα. «Αλλά ο Άρης και εγώ φτάσαμε μια μέρα αργότερα, αφού είχαμε περάσει μαζί ένα δραματικό δεκαήμερο στην Καλαμάτα, στη Μάκρη (Μπολέτα), στην Τρίπολη, στα βουνά της Αρκαδίας, και στον Πύργο. Και έχω, νομίζω, το δικαίωμα να πω, ότι την εξεπλήρωσα. Αλλά οφείλω να αναγνωρίσω, ότι με βοήθησαν, στην εκπλήρωσή της, ο Άρης, που διοικούσε (όχι πια ως καπετάνιος αλλά ως μέραρχος) τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο, ο συνταγματάρχης Σπυρίδων Τσικλητήρας, διοικητής της ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, ο Βουρνάς, ο Κουρλαμπάς, και οι καπετάνιοι Ερμής (Βασίλης Πριόβολος) και Ωρίων. Και ας προσθέσω, ότι δεν συνόδευσα εγώ τον Άρη, αλλά ο Άρης, αν και παντοδύναμος, είχε δεχτεί να συνοδεύσει εμένα τον ανυπεράσπιστο. Μου είχε, μάλιστα, εκφράσει την  επιθυμία να μπούμε μαζί στην Αθήνα. Αλλά δεν είχαμε το δικαίωμα, ούτε εκείνος, ούτε εγώ» (σ.251).
Επιστολή Άρη στον Π. Κανελλόπουλο Στις 14 Οκτωβρίου του 1944 ο Άρης διατάχτηκε από το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. Έγραψε τότε  σε επιστολή του προς τον  Π. Κανελλόπουλο : «Συναγωνιστή Υπουργέ, . Σας γράφω από το Αίγιο και παίρνω την ευκαιρία για να σας εκφράσω τις άπειρες και ειλικρινείς ευχές μου για την  ευόδωση του έργου σας, που είναι και έργο της Εθνικής μας Κυβερνήσεως και, κατά συνέπεια, ολοκλήρου του Λαού μας. Στο νου και την καρδιά μου κυριαρχεί η ιδέα της απόλυτης επιβολής της λαϊκής θέλησης. Φιλοδοξία μου μοναδική, να προσφέρω και τον εαυτό του στο βωμό αυτής της ιδέας. Και θάμαι ευτυχέστερος,  αν πολεμήσω- έστω και ως απλούς στρατιώτης- τον φασισμό, τον οποιοδήποτε φασισμό, ως την οριστική συντριβή του. Παρακαλώ δεχτείτε την άπειρη εκτίμηση και αγάπη μου. Άρης Βελουχιώτης»  (ό.π. σ.251-252).

ΙV. H ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΔΝΤ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΜΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ  ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω για τις προθέσεις των ιστορικών και συγγραφέων να φέρουν στο φως την όλη αλήθεια για την ιστορία μας. Όπως δεν έχω λόγο να αμφισβητώ τις  αναμφισβήτητες καλόπιστες πατριωτικές προθέσεις που εκφράζει ο Άρης στην  επιστολή του προς τον  Π. Κανελλόπουλο. Κι αυτό όχι για να επιλέξω σώνει και καλά τη «μέση γραμμή», αλλά γιατί αυτό πιστεύω είναι πιο κοντά στα γεγονότα και στις αιτίες που τα παρήγαγαν.      
Παρατηρώ προσεκτικά τις τελευταίες δεκαετίες τις προσπάθειες του λαού μας να κατανοήσει - εν μέσω υφιστάμενων μεγάλων δυσκολιών-  καλύτερα τα γεγονότα και να τα αποτιμήσει με μια διάθεση πιο αντικειμενική, λιγότερο δογματική και όσο γίνεται συναισθηματικά αποφορτισμένη. 
Ο ρόλος της ποίησης (Τέχνης) υπήρξε καταλυτικός σ' αυτή την προσπάθεια αυτογνωσίας. Η λέξη «πατρίδα» έχει αρχίζει να ξαναβρίσκει ανάμεσα στο λαό την κυρίαρχη αξία της και η εθνική ενότητα να γίνεται αναγκαίο μέλημα όλων των Ελλήνων πατριωτών. Φυσικά υπάρχουν ποσοστά συμπατριωτών μας που εξακολουθούν να δίνουν προτεραιότητα στον «ταξικό αγώνα», όπως κι εκείνοι που επενδύουν (άγνωστο με τι μυαλά ή κίνητρα) στην αποδόμηση της ταυτότητας του έθνους (ιστορικής, οικονομικής, πνευματικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής). Αλλά όσο θα υπάρχουν έξωθεν κατακτητές και άρπαγες των πατρίδων, όσο θα προσπαθούν να τους επιβάλλουν δικτατορίες και πείνα, τόσο οι πατρίδες θα υπάρχουν  και θα δυναμώνουν την αντίστασή τους!
Σήμερα η πατρίδα μας βρίσκεται, εξ αιτίας του πολιτικού κατεστημένου,  στην πιο κρίσιμη ώρα της μεταπολεμικής περιόδου. Η εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική της είναι αδιέξοδη. Το Χρέος μετά το Μνημόνιο υπολογίζεται ότι θα φτάσει στο 150% του ΑΕΠ- θα μεγαλώσει δηλαδή απ' ότι είναι σήμερα, ενώ παράλληλα θα έχει εξαθλιωθεί πλήρως ο λαός μας. Η εθνική μας ακεραιότητα και κυριαρχία πλήττονται και αποσαθρώνονται, τόσο με τους  Όρους Δανεισμού  που περιλαμβάνει το Μνημόνιο, αλλά  και τη νέα δομή του ΝΑΤΟ που επιβάλλεται στην περιοχή.  Ο καθορισμός των κυριαρχικών  Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών μας (ΑΟΖ) μετατίθεται  σε αόριστο χρόνο. Η χρήση του δικαιώματος που απορρέει από το διεθνές Δίκαιο της θάλασσας για επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 δώδεκα μίλια βρίσκεται εγκαταλελειμμένος. Οι δραστηριότητες που αναπτύσσει το τουρκικό προξενείο στην Ξάνθη  για τον εκτουρκισμό των Πομάκων και των Ρομά της Θράκης με σκοπό τη σταδιακή αυτονόμηση της περιοχής (σε στυλ Κοσόβου) παραμένουν χωρίς ελληνική πολιτική αντίδραση. Η προστασία των δικαιωμάτων της εθνικής ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο έχει υποχωρήσει δραματικά, ενώ παράλληλα απέναντι στους Κλέφτες της Ιστορίας που διεκδικούν τη Μακεδονία οι πολιτικοί μας τηρούν από μακρού γραμμή  ενδοτικότητας. 
Υπό τις συνθήκες αυτές η ανάγκη για εθνική ενότητα και αρραγές πατριωτικό μέτωπο προβάλλει επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε. Πολεμάμε πλέον με τον κακό μας εαυτό. Ενάντια στην πολιτική του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» των συμμάχων μας και ενάντια στα όργανα του αφελληνισμού που την υπηρετούν. Ενάντια στο παρακμιακό πολιτικό κατεστημένο που προσπαθεί να διασωθεί ανακυκλώνοντας τον εαυτό του και αλλάζοντας πρωτεϊκά μορφή. Ενάντια στην ασυδοσία των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος  που κερδοσκοπεί εις βάρος μας αξιοποιώντας τη συνταγή του Χρήματος ως Χρέος.
Αγαπητέ πατριώτη, Ζητάμε τη βοήθειά σας. Την  ενημέρωση των συμπατριωτών μας. Την στήριξη να αλλάξουμε το Σύνταγμα και να εξασφαλίσουμε θεσμικά την δημοκρατική αποδοτική λειτουργία του Πολιτεύματος. Τη στήριξη να ανανεωθεί το πολιτικό σύστημα και να βρεθεί  διέξοδος για τη σωτηρία της Ελλάδας και την οικοδόμηση του μέλλοντός της. 
Ζητάμε τη βοήθειά σας. Να στηρίξουμε τη λαϊκή συσπείρωση και τη ζύμωση ιδεών  που επιδιώκει τούτες τις κρίσιμες ώρες με το Κίνημα Ανεξάρτητων Πολιτών ένας  άνθρωπος  κοινής εμπιστοσύνης και εκτίμησης,  ο Μίκης Θεοδωράκης: Άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του για την πατρίδα και το λαό μας, όπως το μαρτυρούν οι πολυετείς αγώνες  του για την εθνική ανεξαρτησία και τα λαϊκά συμφέροντα. Άνθρωπος, που διαθέτοντας το υψηλό χάρισμα της Τέχνης, απεδείχθη ικανός να σταθεί πιο ψηλά από τις διαχωριστικές γραμμές και τις διχαστικές μνήμες του παρελθόντος και να υπερασπιστεί την εθνική ενότητα μέσα από το άσβεστο πάθος του για την Ελλάδα της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και του Πολιτισμού.
Φιλοδοξία του φυσικά δεν είναι ούτε να γίνει Πρωθυπουργός ούτε να διεκδικήσει κάποιο άλλο δημόσιο αξίωμα. Φιλοδοξία του είναι να φανεί χρήσιμος για την πατρίδα και το λαό μας. Να ανοίξει δρόμους, και να ωθήσει τους Έλληνες προς μια νέα Ελληνική Δημιουργία. Μια διαδικασία στην οποία ο καθένας από μας μπορεί να βρει τη θέση του και ν' αναλάβει την ευθύνη. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που τονίζεται στην ιστοσελίδα της Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών: «ΕΛΛΗΝΕΣ, Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΗΓΕΤΗΣ θα βρεθεί.. το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή είναι να ΒΡΕΘΕΙ Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ!».

Με πατριωτικά αισθήματα


Κώστας Τσιαντής 

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩ-ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Συνταγματική Ιστορία

Τα τοπικά πολιτεύματα της επαναστατικής περιόδου

Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η «Μεσσηνιακή Γερουσία», ο «Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας», «η Βουλή της Θετταλομαγνησίας», ο «Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος» και η «Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» ή «Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος». Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση, προέβλεπαν δε τη μελλοντική σύσταση «Βουλής του Έθνους», στην οποία θα ανήκε η νομοθετική εξουσία και από την οποία θα εξηρτώντο οι κατά τόπους ιδρυθείσες «Διοικήσεις», δηλαδή οι Γερουσίες της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας και ο Άρειος Πάγος της Ανατολικής Ελλάδας.

Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου ψηφίσθηκαν από συνελεύσεις του επαναστατημένου λαού και τα συνταγματικά σχέδια της Σάμου και της Κρήτης. Συγκεκριμένως, το Μάιο του 1821, επικυρώθηκε η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης».

Θα πρέπει να σημειωθεί, πως η ίδρυση των τοπικών αυτών πολιτευμάτων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, αφενός μεν διότι περιείχαν, αν και ατελώς, αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες αγωνιζόταν τότε ο λαός, αφετέρου δε διότι αποκάλυπταν την έφεση για διοίκηση και πολιτειακή ευνομία με αιρετούς άρχοντες, με ταυτόχρονη εισαγωγή κάποιων από τα συστατικά της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας.

Τα Συντάγματα εθνικής εμβέλειας

Η πρώτη, ωστόσο, κορυφαία στιγμή της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, που εδραίωσε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας το συνταγματισμό ως το θεμελιώδες και αναγκαίο κριτήριο πολιτικής νομιμότητας, διαρκούντος μάλιστα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Το Σύνταγμα, «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η «Διοίκησις» αποτελείτο από το «Βουλευτικόν» και το «Εκτελεστικόν», δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία «ισοσταθμίζονταν» στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το «Δικαστικόν» ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από «τας άλλας δύο δυνάμεις».

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου υποβλήθηκε, το Απρίλιο του 1823, σε αναθεώρηση από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το νέο Σύνταγμα, που αποτελούσε απλή αναθεώρηση του προϊσχύσαντος, ονομάστηκε «Νόμος της Επιδαύρου», ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής. Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο.

Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει «η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον». Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος» για επτά χρόνια και ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του. Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: «η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού». Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.

Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1832)

Ο Καποδίστριας, ωστόσο, επικαλούμενος την αταξία και τις δυσκολίες που καθιστούσαν τη διακυβέρνηση δυσχερή εισηγήθηκε στη Βουλή, και αυτή με ψήφισμά της, τον Ιανουάριο του 1828 αποδέχθηκε, την αναστολή της λειτουργίας της ιδίας και του Συντάγματος. Στη θέση της Βουλής ιδρύθηκε το «Πανελλήνιον» και αργότερα η Γερουσία, συμβουλευτικά όργανα, τα οποία μετείχαν «μετά του Κυβερνήτου της Ελλάδος των έργων της Κυβερνήσεως». Ουσιαστικώς, βεβαίως, την εξουσία ασκούσε ο ίδιος ο Καποδίστριας ο οποίος συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία με λαϊκό χρίσμα που εκείνος λάμβανε και ανανέωνε με το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρισθεί η προσπάθειά του για τη δημιουργία κρατικής υπόστασης από το μηδέν και η απελευθέρωση μεγάλου μέρους της χώρας.

Μετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια και την ταραχώδη περίοδο που ακολούθησε, η αυτοαποκληθείσα «Πέμπτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» ψήφισε τελικώς, το 1832, στο Ναύπλιο νέο «Σύνταγμα», διορίζοντας ταυτοχρόνως Κυβερνήτη τον αδελφό του δολοφονηθέντος Ιωάννη Καποδίστρια, Αυγουστίνο. Στη συνέχεια το «Σύνταγμα» αυτό, που θύμιζε έντονα το αμερικανικό και δεν ίσχυσε ποτέ, χαρακτηρίστηκε «Ηγεμονικό», διότι προέβλεπε κληρονομικό αρχηγό του κράτους, τον Ηγεμόνα.

Η απόλυτη μοναρχία (1832-1843)

Στην περίοδο της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα που ακολούθησε, η περιφρόνηση που επέδειξε ο μονάρχης σε βάρος της φιλελεύθερης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και ιδίως η άγνοιά του ότι η κοινωνική σύσταση της χώρας δεν παρείχε καν μόνιμα και σοβαρά ερείσματα απολυταρχικού πολιτεύματος, οδήγησαν, την 3η Σεπτεμβρίου 1843, σε λαϊκή εξέγερση και σε στάση της φρουράς των Αθηνών με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη. Μετά την επανάσταση συγκλήθηκε Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε, το επόμενο έτος, Σύνταγμα, που ήταν και το πρώτο του ανεξάρτητου, από το 1830, ελληνικού κράτους.

Η συνταγματική μοναρχία (1843-1862)

Το Σύνταγμα του 1844 δεν αποτέλεσε έργο μιας κυρίαρχης εθνικής συντακτικής συνέλευσης, αλλά η Συνέλευση απλώς συνέπραξε στην κατάρτισή του. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίσθηκε «Σύνταγμα-συμβόλαιο», «Σύνταγμα-συνθήκη» ή τέλος, «Σύνταγμα-συνάλλαγμα». Καθιέρωνε δε την κληρονομική συνταγματική μοναρχία, με κυρίαρχο όργανο του Κράτους τον μονάρχη, στον οποίο αναγνωρίζονταν εκτεταμένες και ουσιώδεις εξουσίες καθώς και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας». Το πρόσωπό του ανώτατου άρχοντα χαρακτηριζόταν ιερό και απαραβίαστο. Ο ανώτατος άρχων ασκούσε την εκτελεστική εξουσία «δια των υπουργών του», τη νομοθετική από κοινού με την εκλεγμένη Βουλή και τη διορισμένη Γερουσία και, τέλος, τη δικαστική, η οποία πήγαζε από εκείνον, «δια των δικαστηρίων». Επίσης, το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας, και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844, καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία.

Η πρώτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1864-1909)

Οι συνεχώς, όμως, μεταβαλλόμενες κοινωνικές εξελίξεις ενίσχυσαν το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, ούτως ώστε οι διαρκείς απολυταρχικές τάσεις του Όθωνα όχι μόνο να μην είναι πλέον ανεκτές, αλλά και να υπονομεύουν την ίδια του τη βασιλεία. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1862, πολίτες και στρατός της Αθήνας εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν την έκπτωση του ιδίου και της δυναστείας των Wittelsbach. Η επανάσταση αυτή σηματοδότησε την κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας και τη μετάβαση στο πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας με μονάρχη, πλέον, τον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο – Χριστιανό – Γουλιέλμο της δυναστείας Schleswig – Holstein –Sønderburg – Glücksburg, ο οποίος ορκίσθηκε τον Οκτώβριο του 1863 ως Γεώργιος Α΄ «Βασιλεύς των Ελλήνων». Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (Οκτώβριος 1862 – Οκτώβριος 1863), της μεσοβασιλείας όπως έγινε γνωστή, το σύστημα διακυβέρνησης που ίσχυσε ήταν το σύστημα της κυβερνώσας Βουλής, το οποίο λειτούργησε για πρώτη και τελευταία φορά στη συνταγματική μας ιστορία.

Το Σύνταγμα του 1864, προϊόν της «Β΄ εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως» που ακολούθησε τη λαϊκή εξέγερση, περιλάμβανε 110 άρθρα, ήταν επηρεασμένο από τα συντάγματα του Βελγίου (1831) και της Δανίας (1849) και έμελλε να ισχύσει (με τις αναθεωρήσεις του 1911 και του 1952) για περισσότερα από εκατό χρόνια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του νέου καταστατικού χάρτη της χώρας ήταν ότι επανέφερε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 και διείπετο από τη δημοκρατική και όχι τη μοναρχική αρχή, δηλαδή αναγνωριζόταν πλέον το έθνος, ο ελληνικός λαός, και όχι ο μονάρχης, ως πηγή και φορέας της κρατικής εξουσίας. Ακόμη, καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας η οποία θα διεξήγετο και θα διενεργείτο ταυτοχρόνως σε όλη την επικράτεια, το σύστημα της μιας (μονήρους) Βουλής τετραετούς θητείας, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ κατήργησε τη Γερουσία. Παραλλήλως, υιοθέτησε αρκετές από τις διατάξεις του Συντάγματος του 1844, προέβλεψε, όμως, επιπλέον, τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή «εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών». Επίσης, ο βασιλιάς διατήρησε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικώς και εκτάκτως τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογεγραμμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τέλος, παρά το γεγονός ότι η πρόταση για υποχρέωση του στέμματος «όπως λαμβάνη τους υπουργούς εκ των Βουλών» απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, η κατοχύρωση του δημοκρατικού χαρακτήρα του νέου πολιτεύματος, πέραν της καθιέρωσης για πρώτη φορά των δικαιωμάτων που ήδη αναφέρθηκαν, δεν άργησε να εκδηλωθεί με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο.

Συγκεκριμένως, με τον λόγο του Θρόνου στις 11 Αυγούστου 1875, και χάρη στο πολιτικό κύρος του Χαρίλαου Τρικούπη, καθιερώθηκε ατύπως η Αρχή της Δεδηλωμένης, η οποία, μεταβάλλοντας τη σχέση στέμματος και λαϊκής αντιπροσωπείας και προσδίδοντας άλλη ουσία στο όλο σύστημα της οργάνωσης των εξουσιών, νομιμοποίησε ουσιαστικώς την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος στη χώρα. Βάσει της αρχής της «δεδηλωμένης» ο βασιλιάς είχε υποχρέωση να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, όπως όριζαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η διάταξη, επομένως, του Συντάγματος κατά την οποία «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού» τέθηκε σε περιορισμό, καθώς η κυβέρνηση όφειλε να λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Η δεύτερη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας και η ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας (1911-1924)

Το Σύνταγμα του 1864 υπήρξε μακρόβιο και ίσχυσε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές έως το 1911, οπότε οι έντονες πιέσεις για πολιτικές, διοικητικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που οδήγησαν στο «στρατιωτικό κίνημα» στο Γουδί (1909) και την άνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επέβαλαν την αναθεώρησή του.

Οι σημαντικότερες μεταβολές που επέφερε η αναθεώρηση του 1911 ήταν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών («το Δημόσιον Δίκαιο των Ελλήνων» κατά την ορολογία της εποχής) και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών. Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήταν η ενίσχυση της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας, η μείωση από το 30ό στο 25ο του ορίου ηλικίας των εκλόγιμων βουλευτών, η φορολογική ισότητα, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβιάστου της κατοικίας. Ταυτοχρόνως, αναβαθμίσθηκε ο ρόλος της Βουλής, ενισχύθηκαν οι εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας, επανιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας και ανατέθηκε ο έλεγχος του κύρους των βουλευτικών εκλογών σε ειδικό δικαστήριο, το Εκλογοδικείο, καθιερώθηκαν για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδης εκπαίδευση, η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και, τέλος, προβλέφθηκε απλούστερη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.

Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία.

Το Σύνταγμα του 1927

Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927.

Συμφώνως με αυτό, προβλεπόταν ο θεσμός του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλεγόταν από τα δύο πλέον νομοθετικά Σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, για πενταετή θητεία. Ο ανώτατος άρχοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν πολιτικώς ανεύθυνος, δεν μετείχε στη νομοθετική λειτουργία, μπορούσε να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας και κατείχε το δικαίωμα έκδοσης νομοθετικών διαταγμάτων προσωρινής ισχύος. Ακόμη, καθιερώθηκε ο θεσμός του προαιρετικού συνταγματικού δημοψηφίσματος, θεσπίσθηκαν, για πρώτη φορά, κοινωνικά δικαιώματα όπως η προστασία της επιστήμης, της τέχνης κ.ά., εισήχθη η προστασία της τοπικής αυτοδιοίκησης, η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, η αναγνώριση των κομμάτων ως οργανικών στοιχείων του πολιτεύματος και η κατοχύρωση του δικαιώματός τους να συμμετέχουν, αναλόγως της δύναμής τους, στη σύνθεση των διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών. Για πρώτη φορά, τέλος, ελληνικό Σύνταγμα περιέλαβε διάταξη που όριζε ότι η κυβέρνηση όφειλε «να απολάβει της εμπιστοσύνης της Βουλής». Με τον τρόπο αυτό καθιέρωσε και θεσμικώς, πλέον, την αρχή της «δεδηλωμένης» του 1875.

Το Σύνταγμα αυτό, που έμελλε να ισχύσει για οκτώ μόνο χρόνια και ήταν συντηρητικότερο του σχεδίου της επιτροπής Παπαναστασίου, χαρακτηρίσθηκε στο πεδίο της οργάνωσης των εξουσιών από την τάση για υπέρμετρη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ο επιβεβλημένος, ωστόσο, από τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρατικός παρεμβατισμός δεν εξασφαλίσθηκε, με μοιραίο επακόλουθο τη συχνή παραβίασή του. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αβασίλευτη Δημοκρατία, χωρίς συγκεκριμένο και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δεν κατόρθωσε να καταστεί το σημείο αναφοράς ενός νέου εθνικού οράματος, που οι δημοκρατικοί πολιτικοί άνδρες της εποχής αναζητούσαν με συνέπεια να μην προωθηθούν αποτελεσματικώς οι απαραίτητες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Η δε σύντομη κυβερνητική σταθερότητα που ακολούθησε με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932), δεν δημιούργησε, εξαιτίας της χρονικής της βραχύτητας, ισχυρό υπόβαθρο κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Η τρίτη περίοδος του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (1952-1967)

Η δεύτερη δικτατορία Κονδύλη, η δικτατορία Μεταξά, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο εμφύλιος πόλεμος μετέβαλαν τις κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο, με συνέπεια τη διακοπή της προσδοκώμενης «κοινοβουλευτικής ωρίμανσης». Η εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών, επανήλθε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετά και από την ατυχή κατάληξη, το 1948, της αναθεωρητικής διαδικασίας της Επιτροπής του Β΄ Ψηφίσματος.

Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό και σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864 και του 1911. Βασικές καινοτομίες του ήσαν η ρητή καθιέρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευομένης δημοκρατίας και η κατοχύρωση, για πρώτη φορά, στις Ελληνίδες του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Ταυτοχρόνως, αντιμετώπιζε συντηρητικώς τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση και τον Τύπο.

Διαρκούσης της ισχύος του Συντάγματος του 1952, το Φεβρουάριο του 1963 κατατέθηκε πρόταση ευρείας αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε τελικώς, λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης και της διάλυσης της Βουλής μετά από λίγους μήνες. Αρκετές ωστόσο από τις προτάσεις που περιείχε αυτή η πρόταση αναθεώρησης ανευρίσκονται στο Σύνταγμα του 1975.

Η επτάχρονη, τέλος, στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου (1967-1974) ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, εκ των οποίων μάλιστα το τελευταίο προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικώς συντηρητικής νοοτροπίας και δεν εφαρμόσθηκαν.

Η καθιέρωση της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το Σύνταγμα του 1975

Με την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας έθεσε ως πρώτο στόχο της την εδραίωση της Δημοκρατίας και επανέφερε εν μέρει σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούσαν τον βασιλέα. Τις πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές (17 Νοεμβρίου 1974) και το δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος (8 Δεκεμβρίου 1974), το οποίο απέβη υπέρ του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, ακολούθησε το Σύνταγμα του 1975. Το Σύνταγμα αυτό, μολονότι ψηφίσθηκε τελικώς μόνο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, συγκέντρωσε σταδιακώς κατά την εφαρμογή του την ευρύτερη δυνατή αποδοχή εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.

Ο νέος καταστατικός χάρτης της χώρας εισήγαγε το πολίτευμα της προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, περιείχε εξαρχής ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών και παραχωρούσε σημαντικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες του επέτρεπαν να παρεμβαίνει αποφασιστικώς στη ρύθμιση της πολιτικής ζωής. Το κράτος δικαίου προστατευόταν αποτελεσματικώς, ενώ προβλεπόταν και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και – εμμέσως – στην τότε ΕΟΚ.

Η πρώτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (1986)

Τον Μάρτιο του 1986, συμφώνως με το άρθρο 110 του Συντάγματος, ένδεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίσθηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα. Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, εισάγοντας ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, εφαρμόσθηκε κατά τρόπο που εξασφάλισε στη χώρα κοινοβουλευτική σταθερότητα και ομαλή πολιτική ζωή.

Η δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2001)

Την άνοιξη του 2001 ψηφίσθηκε μια νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος και, μάλιστα, σε κλίμα κατά κανόνα συναινετικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την τροποποίηση μεγάλου αριθμού διατάξεων του Συντάγματος, η αναθεώρηση έγινε αποδεκτή, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, και, επομένως, ο όρος «συναινετική αναθεώρηση» αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.

Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισήγαγε νέα ατομικά δικαιώματα (όπως, π.χ., την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης με το Κράτος κ.ά.), προσάρμοσε στην πραγματικότητα τα σχετικά προς την ανάδειξη στο βουλευτικό αξίωμα κωλύματα και ασυμβίβαστα με λήψη υπόψη της νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, εκσυγχρόνισε και αναδιοργάνωσε τις λειτουργίες της Βουλής, ανήγαγε σε συνταγματικό θεσμό τις καίριας σημασίας ανεξάρτητες αρχές, προέβη σε εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο πεδίο της Δικαιοσύνης και ενίσχυσε το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας.

Η τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975 (2008)

Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε για τρίτη φορά το 2008 σε περιορισμένο αριθμό διατάξεών του. Μεταξύ των διατάξεων που έγιναν δεκτές, είναι η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβιβάστου, που είχε θεσπισθεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού, αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Συμπερασματικώς, το ισχύον Σύνταγμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Σύνταγμα με πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.

http://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagmatiki-Istoria/