Του Δαμιανού Βασιλειάδη,
εκπαιδευτικού, συγγραφέα Αθήνα, 24.2.2016
Θεοί μεν γαρ μελλόντων, άνθρωποι δε γιγνο-
μένων, σοφοί δε προσιόντων αισθάνονται.
Κ. Καβάφης[1]
Εισαγωγικά
Το πρόβλημα που επεξεργάζεται ο Κ. Καβάφης με τόση «ενόραση»
στο ποίημα του με τίτλο: ΣΟΦΟΙ ΔΕΝ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ, αφορά στα πρόσωπα και τους λαούς
που έχουν ή δεν έχουν την δυνατότητα να προβλέψουν τις εξελίξεις του μέλλοντος
ή να έχουν την σχετική διορατικότητα. Στην περίπτωση αυτή θεωρεί ο ποιητής ότι
υπάρχουν άνθρωποι, οι σοφοί, που μπορούν λόγω της σοφίας τους να προνοήσουν το
μέλλον και λαοί, που δεν είναι σε θέση να το προβλέψουν. Γι’ αυτό και προσθέτει
στο τέλος του ποιήματός του τον καταπληκτικό στίχο: «…Ενώ εις την οδόν έξω,
ουδέν ακούουν οι λαοί». Είναι άραγε έτσι η πραγματικότητα, που βιώνουμε τόσο
τραγικά σήμερα, ώστε μόνο οι σοφοί να είναι σε θέση να μας δείξουν τον δρόμο
της διεξόδου από τα αδιέξοδα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους εκείνους που απλώς
παρακολουθούν ή βιώνουν τα γεγονότα, χωρίς να έχουν την δυνατότητα οποιασδήποτε
παρέμβασης. Απλώς τα βιώνουν, χωρίς καμία αντίδραση;
Και ποιοι είναι αυτοί οι συγκεκριμένοι σοφοί και με
ποιες ιδιότητες; Γιατί σαφώς δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όλοι οι σοφοί
γενικά μπορούν να κάνουν σωστές προβλέψεις για το μέλλον. Θα μπορούσε να
κατονομάσει κανείς τους σοφούς που έχουν κατά κάποιο τρόπο το δαιμόνιο του
Σωκράτη. Ένα δαιμόνιο, που του έδινε την δυνατότητα να αποφεύγει τα λάθη,
προβλέποντας τις θετικές ή αρνητικές εξελίξεις και να πράττει το σωστό.
Είναι πράγματι τελικά έτσι, όπως τα λέει ο ποιητής με
την «θεϊκή του» έμπνευση ή κάνει λάθος; Και σε ποιους σοφούς και σε ποιους
λαούς και με ποια χαρακτηριστικά αναφέρεται; Δεν μας το λέει ο ποιητής,
αφήνοντάς μας πιθανόν να εξειδικεύσουμε εμείς τις περιπτώσεις, που
ανταποκρίνονται στην αλήθεια των στίχων του ποιήματός του.
Ι. Οι απόψεις για το
πολιτικό σύστημα της Ελλάδας και τα χαρακτηριστικά του
Πάντοτε ισχύει η αρχή ότι για να
διαμορφώσεις το μέλλον πρέπει να γνωρίζεις το παρελθόν και να διδάσκεσαι απ’
αυτό, αλλά βέβαια σωστά. Το βασικό ερώτημα: Τι κοινωνία θέλουμε, εξαρτάται από
το όραμα για την κοινωνία αυτή, αλλά και από τις σωστές ή λανθασμένες αναλύσεις
του παρελθόντος. Από κει και πέρα ισχύει συμπληρωματικά η αρχή ότι όποιος
προβλέπει το μέλλον μπορεί και να το διαμορφώσει σε αναφορά προς το όραμα και
το περιεχόμενο της στρατηγικής που έχει καθορίσει. Στην περίπτωση αυτή πρέπει
να ισχύουν κάποια κριτήρια, γενικά και αόριστα ή συγκεκριμένα.
Αξίζει να παραθέσουμε δύο
τοποθετήσεις ανθρώπων, που μπορούν να θεωρηθούν κριτήρια και οι οποίοι έχουν
εκφράσει με συντομία και αυθεντικά, για να μην επεκταθούμε περαιτέρω, ποια
είναι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, μετά την κατοχή και τον εμφύλιο και πώς
λειτουργεί και θα λειτουργήσει στον τόπο μας το πολιτικό σύστημα μέσα στα
πλαίσια του αστικού, κοινοβουλευτικού δικομματικού συστήματος, με τα ιδιαίτερά
του χαρακτηριστικά, πέρα από τα γενικά που αφορούν όλα τα αντιπροσωπευτικά
«δημοκρατικά» καθεστώτα της Δύσης.
Παραθέτουμε τις απόψεις του
Ανδρέα Παπανδρέου και του Σάκη Καράγιωργα, που διατηρούν ακόμη και σήμερα στα
βασικά τους σημεία την ισχύ και επικαιρότητα που μας αφορά: «Για να
καταλάβει κανείς την ιστορία της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο πόλεμο», αναφέρει
ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 29.9.1973 σ’ ένα σεμινάριο του ΠΑΚ [2]
«πρέπει να έχει υπόψη του ότι η πολιτική ζωή της χώρας ελεγχόταν
συστηματικά, όταν δεν διευθύνονταν, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συνταγή της
Ουάσιγκτον για την Ελλάδα ήταν απλή: Άμεση διείσδυση στον ελληνικό κρατικό
μηχανισμό, σ’ όλη την έκταση και σ’ όσο το βάθος μέχρι το παλάτι. Πλήρης
υποστήριξη ενός προσαρτημένου, εξαρτημένου πολιτικού κόμματος, του κόμματος της
δεξιάς, που έπρεπε να κερδίζει σ’ όλες τις εκλογές, ανεξάρτητα από ποια μέσα θα
χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό. Ανάπτυξη ενός αστικού κόμματος
αντιπολίτευσης, που σκοπός του θα ήταν να ασκεί “δημιουργική” κριτική της
πολιτικής της κυβέρνησης της δεξιάς, ένα ρόλο που προόριζαν για το κόμμα της
Ένωσης Κέντρου. Τελικά εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς».[3]
Από την τότε τοποθέτηση του
Ανδρέα Παπανδρέου, για να κάνουμε μόνο μερικά σύντομα σχόλια, το παλάτι πια δεν
υπάρχει, αλλά αντικαταστάθηκε από τα λεγόμενα τζάκια. Το προσαρτημένο,
εξαρτημένο πολιτικό κόμμα ασφαλώς αφορά την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ και τις
παραφυάδες τους, δηλαδή το κόμμα του γιού του, το Ποτάμι κ.λπ. Για την
«εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς» είναι νωρίς ακόμη να αποφανθούμε. Το
μέλλον θα δείξει! Όμως για όποιον κατέχει την «σοφία» ή το δαιμόνιο, δεν είναι
δύσκολο να προβλέψει τις εξελίξεις, με βάση τα κριτήρια που διατύπωσαν ο
Ανδρέας Παπανδρέου και ο Σάκης Καράγιωργας, ο άνθρωπος, ο δάσκαλος, ο
αγωνιστής, ένας πατριώτης με καθαρό από στερεότυπα, ιδεοληψίες και δογματισμούς
ανυστερόβουλο μυαλό και διαμαντένιο χαρακτήρα (αυτό έχει τεράστια σημασία με
την έννοια ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να εκφράσει την αλήθεια), είναι πιο
συγκεκριμένος στα θέματα αυτά, γιατί έχει τις πρώτες δυσάρεστες εμπειρίες από
την αρνητική εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ, που αποτελεί ένδειξη για τις εξελίξεις όμοιων ή
παρόμοιων κομμάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ παραδείγματος χάρη που έχει παρόμοια
χαρακτηριστικά.
Αποτιμώντας τη λειτουργία του
πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση το
1981 και τον άκρατο ενθουσιασμό για την «αλλαγή», όπως λεγόταν τότε η άνοδος
του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, παλεύοντας θαρραλέα ενάντια στο επικρατούν λαϊκιστικό
ρεύμα, αποφαίνεται τα ακόλουθα: «Τα κέντρα εξουσίας προετοίμασαν μια πολιτική
διάρθρωση του εξής τύπου: Δύο αστικά κόμματα, που να έχουν βασικό στρατηγικό
σκοπό τη διαχείριση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυρίως τον εκσυγχρονισμό
της ελληνικής αστικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αυτά τα κόμματα θα
εναλλάσσονταν στην εξουσία. Γιατί δύο κόμματα; Γιατί κάθε εκσυγχρονισμός έχει
ένα κόστος που πέφτει στις πλάτες κάποιας κοινωνικής ομάδας. Αυτή την κοινωνική
δυσαρέσκεια θα την απορροφά μια το ένα μια το άλλο».[4]
Ο
Σάκης Καράγιωργας, με τον όρο «αστικά κόμματα» είχε παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ και την
Νέα Δημοκρατία. Στον όρο «εκσυγχρονισμός» έδινε θετικό πρόσημο, όπως και
πράγματι είναι. Όμως ο «εκσυγχρονισμός» που εφαρμόστηκε, κυρίως από την
κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, κάθε άλλο παρά εκσυγχρονισμός ήταν. Μάλλον θα τον
αποκαλούσαμε «καταστροφικό αναχρονισμό», όπως πάλι το απέδειξε η πράξη. Για τις
μετέπειτα κυβερνήσεις, (μετασημιτικές), ας μην κάνουμε καλύτερα λόγο και
ξύνουμε πρόσφατες πληγές!
Παρεμπιπτόντως πολλοί μιλούν για
το τέλος του δικομματισμού. Αυτοί φυσικά πλανώνται πλάνην οικτράν, γιατί, στα
πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτικού δικομματικού συστήματος, όπως τονίσαμε εκείνο
που μπορεί να κάνει κάποιο προοδευτικό κόμμα, για να μη μιλήσουμε για
ριζοσπαστικό ή επαναστατικό, είναι το πολύ ο εκσυγχρονισμός, με την έννοια των
απαραίτητων μεταρρυθμίσεων και δομικών διαρθρωτικών αλλαγών σ’ όλα τα επίπεδα.[5]
Κάτι που οφείλει να επιχειρήσει η σημερινή συγκυβέρνηση, για να υπάρξει
παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σ’ όλα τα επίπεδα: ηθικά, πνευματικά,
πολιτικά και όχι μόνο οικονομικά. Χωρίς αλλαγή νοοτροπίας προς μια αναπτυξιακή
κατεύθυνση, αλλά παραμονή στο παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο του παρελθόντος
που μας οδήγησε στην διαφθορά και την κρίση, δεν μπορεί να υπάρξει προκοπή σ’
αυτόν τον κατά τα άλλα ευλογημένο από την φύση τόπο.
ΙΙ.
Υπάρχει αλλαγή στο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας;
Τι έχει αλλάξει από τότε, που ο
Ανδρέας Παπανδρέου και ο Σάκης Καράγιωργας διατύπωναν αυτές τις σκέψεις και τι
παραμένει, με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές σήμερα επίκαιρο από την αλήθεια αυτή,
εκφρασμένη με τόσο σκληρό κυνισμό για την εποχή εκείνη; Βρισκόμαστε και σήμερα
σε μια αντίστοιχη κατάσταση ή υπάρχει διαφοροποίηση; Έχει τεράστια σημασία η
απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, γιατί μπορούν να ερμηνεύσουν τόσο την κατανόηση
της πραγματικής πολιτικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, όσο και την
πολιτική εξέλιξη, η οποία μας περιμένει στο μέλλον. Αλλιώς δεν μπορούμε ούτε το
μέλλον να προβλέψουμε, μα ούτε και να το σχεδιάσουμε, πολλώ μάλλον να το
υλοποιήσουμε, σύμφωνα με τα οράματα και τις αρχές μας.
Παρενθετικά θα τονίσουμε και θα
κάνω την επισήμανση ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, που
διαδέχτηκαν την Μεγάλη Βρετανία και μάλιστα ως ζωτικός χώρος της Δύσης και κυρίως φυσικά των ΗΠΑ στον χώρο της
Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Μια πραγματικότητα που δεν ήθελε να αποδεχτεί το ΚΚΕ
και οδηγηθήκαμε στον καταστροφικό εμφύλιο, του οποίου τις συνέπειες βιώνουμε
και σήμερα ακόμη και, άμα δεν το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας, μπορεί να οδηγηθούμε
σε μια νέα καταστροφή. Στο γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό τομέα δεν μπορούμε να
παίζουμε παιχνίδια ελαφρά τη καρδία. Προπάντων αν δεν αλλάξουν τα γεωστρατηγικά
και γεωπολιτικά δεδομένα. Η συμμαχίες πρέπει να είναι πάντοτε δεσμευτικές για
τις δύο πλευρές και με βάση την αμοιβαιότητα και όχι με αυτήν την έννοια
ετεροβαρείς.
Πιστεύουμε ότι σταδιακά, όπως
έγινε και με την πρώην Γιουγκοσλαβία, οι ΗΠΑ θα παραμερίσουν την Γερμανία ή θα
της αφήσουν εν μέρει ένα τομέα δράσης, τον οικονομικό πιθανόν και δεν
γνωρίζουμε για πόσο χρονικό διάστημα, αλλά τα θέματα, που άπτονται της
γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας, θα τα ελέγχει η Αμερική και δεν θα τα
αφήσει για χειρισμό στην διακριτική ευχέρεια της Γερμανίας. Φυσικά όσο χρονικό
διάστημα θα έχει την ισχύ που έχει μέσα στον πολυπολικό κόσμο, που έχει ήδη
δημιουργηθεί. Πάντως η προσέγγιση προς την Ρωσία, που προπαγανδίζουν πολλοί
στην Ελλάδα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα μπορεί να μας οδηγήσει
πάλι, όπως την εποχή του εμφυλίου σε απρόβλεπτες ή αντιθέτως σε προβλέψιμες
καταστροφικές συνέπειες. Δεν πρέπει πάντως να βασίζονται σε ευχολόγια μονάχα,
χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα
Στο δεύτερο και καίριο ζήτημα του
δικομματισμού δεν υπάρχει, κατά την άποψή μου, «απολύτως» καμία αμφιβολία. Το
δικομματικό σύστημα θα είναι ο κυρίαρχος στην πολιτική αρένα. Θα συνεχιστεί και
στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει παντού στη Δύση και σε όλον τον αστικό κόσμο, όπου
λειτουργεί, με τον τρόπο που λειτουργεί και όσο λειτουργεί η αντιπροσωπευτική
κοινοβουλευτική δημοκρατία και όπως χαρακτηριστικά λειτούργησε και στην Ελλάδα
μετά τη μεταπολίτευση: Ένα κόμμα «δεξιό» και ένα κόμμα «προοδευτικό», λίγο ως
πολύ, όπως το περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Σάκης Καράγιωργας, ριζοσπαστικό
ή μη, αλλά πάντοτε στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Στην
περίπτωση αυτή δεν έχει φυσικά σημασία ο συνασπισμός κομμάτων από την μια ή την
άλλη πλευρά. Σημασία έχει ότι θα εναλλάσσονται στην κυβέρνηση. «Επανάσταση»
μάλλον δεν προβλέπεται για το προσεχές και απώτερο μέλλον, δηλαδή ριζική αλλαγή
των δομών του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό δεν αποτελεί ηττοπάθεια ούτε
αποδοχή αυτού του συστήματος, αλλά διάγνωση για σωστή «θεραπευτική αγωγή»,
δηλαδή για την εξαγωγή σωστών συμπερασμάτων και την εφαρμογή προοδευτικών
εναλλακτικών προτάσεων. Πριν προχωρήσουμε στις εναλλακτικές αυτές λύσεις
απαραίτητη είναι μια αναφορά στο κομματικό σύστημα, που επεκράτησε κατά τη
διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Σε μια συνέντευξή του[6] ο Πορτογάλος κομμουνιστής νομπελίστας Ζοζέ Σαραμάγκου εκφράζει αφενός
την αναντιστοιχία της θεωρίας προς την αντικειμενική πραγματικότητα και
αφετέρου την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις: Η αριστερά «πίστευε ότι θα κερδίσει τη μάχη στο παρόν με τα
όπλα του παρελθόντος. Καθώς η θεωρία δεν ανανεώθηκε, η πρακτική έγινε ένα
μπερδεμένο κουβάρι. Τα υπόλοιπα τ’ ανέλαβε ο ρεαλισμός και η ουτοπία
αποτελειώθηκε απ’ τον οπορτουνισμό».[7]
Αλήθειες, που πονούν, αλλά που
αποτυπώνουν την πραγματικότητα και ο κάθε «αριστερός» τις αποκρύπτει στο
υποσυνείδητο, γιατί δεν έχει τη φρόνηση το θάρρος να κάνει, μέσω της κριτικής
και αυτοκριτικής σκέψης, την υπέρβασή του και μ’ αυτήν την υπέρβαση, τη ριζική
δομική αλλαγή, δηλαδή την επανάσταση. Ο
Σαραμάγκου από δική του πλευρά επιβεβαιώνει με λίγα λόγια την αλήθεια που
αναλύσαμε πιο πάνω.
Tο δεύτερο αναφέρεται στην
πατριωτική Αριστερά. Η Αριστερά ή θα είναι πατριωτική ή δεν θα υπάρξει, κατά το
«Ένα είναι βέβαιο: Ο σοσιαλισμός ή θα είναι
δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει» που είπε κάποτε ο Νίκος Πουλαντζάς.[8] Ο
λόγος είναι απλός. Μόνο η πατριωτική Αριστερά τίθεται αντιμέτωπη με την
παγκοσμιοποίηση και την Νέα Τάξη, μπαίνοντας φραγμός στην κατάλυση του έθνους -
κράτους, που επιδιώκει η παγκοσμιοποίηση, ενώ η ανανεωτική και παραδοσιακή
ταυτίζεται μαζί της. Εξαιρέσεις, όπως πάντα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Εκτός
αυτού πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η αριστερά στην Ελλάδα έχει μακρά
δογματική παράδοση, με υπόβαθρο σταλινικό. Αυτό σημαίνει ότι επειδή δεν έχει
δημοκρατική συνείδηση, πέρα από τα φαινόμενα περί του αντιθέτου, θα
πολυδιασπάται.
Το παράξενο είναι ότι υπάρχει σε
πολλά σημεία ταύτιση ανάμεσα στα κόμματα που εκφράζουν το κεφάλαιο και την
Αριστερά εν μέρει ή στο σύνολό της. Το γεγονός αυτό φαίνεται ανεξήγητο εκ
πρώτης όψεως, αλλά στην ουσία του δεν είναι. Έχει σχέση με τις αντιφάσεις της
μαρξιστικής θεωρίας και την ερμηνεία, που δίνουν οι αυτοαποκαλούμενοι μαρξιστές
στη θεωρία αυτή, που όπως είπαμε δεν είναι ενιαία. Αυτό δεν αποτελεί ψόγο για
τον Μαρξ, εκτός αν ασπαστούμε την άποψη ότι ο Μαρξ ήταν αλάνθαστος. Τότε δεν
μιλάμε πια για επιστήμη, αλλά για δόγμα
ή θρησκεία.
Η μόνη διέξοδος της Αριστεράς, αν
δεν θέλει να ομφαλοσκοπεί, είναι ν’ αποκτήσει την πολιτισμική ηγεμονία (την
υπεροχή των ιδεών), απέναντι στην αστική ιδεολογία, δηλαδή την ιδεολογία του
κεφαλαίου και αυτό θα καταστεί δυνατό μόνον, όταν τ ο ε
θ ν ι κ ό σ υ ν δ υ α σ τ ε ί μ ε
τ ο κ ο ι ν ω ν ι κ ό, γιατί όπως
είπε κάποτε και ο Αλτουσέρ «η ιδεολογική πάλη είναι
οργανικό τμήμα της ταξικής πάλης».[9]
Θα έλεγα για την ακρίβεια - αυτό βγαίνει ως δίδαγμα από την θεωρία για την
ιδεολογική ηγεμονία που επεξεργάστηκε ο Αντόνιο Γκράμσι - ότι η ιδεολογική
-πολιτισμική πάλη δεν είναι μέρος, αλλά προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ της
ταξικής πάλης. Τέλος αυτή η πολιτισμική κληρονομιά, που αποτελεί το βασικό
συστατικό στοιχείο του έθνους - κράτους, είναι μέρος της εθνικής κληρονομιάς,
με τις ανθρώπινες και πανανθρώπινες αξίες, τις οικουμενικές αξίες, που
περικλείει στους κόλπους της. Γι’ αυτό και ο μαρξιστής φιλόσοφος Κοστάντσο
Πρέβε αποφαίνεται με βεβαιότητα, που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, όταν
μιλάει για την δεινή θέση της Ελλάδας: «Δεν
υπάρχει κατά την άποψή μου Δεξιά και Αριστερά. Τώρα υπάρχει ένα πρόβλημα της
Ελλάδας ως έθνους, όχι μόνο του ελληνικού λαού».[10] Μια τέτοια άποψη ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αν λάβουμε υπόψη μας ότι
η κοινωνική Αριστερά αποτελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού και βρίσκεται σε
όλους τους πολιτικούς χώρους.
Απλώς δεν υπάρχει ανταπόκριση και
ταύτιση της πολιτικής Αριστεράς με την κοινωνική Αριστερά. Κι’ εδώ εντοπίζεται
το πραγματικό πρόβλημα.
Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι
ο Στάλιν κήρυξε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον «πατριωτικό πόλεμο» και
κανέναν ταξικό; Δεν είναι καθόλου τυχαίο, γιατί αν δεν το έπραττε η Σοβιετική
Ένωση, πολύ πιθανόν από τότε θα είχε καταρρεύσει. Ποιο προλεταριάτο θα
στρατεύονταν για την «ταξική πάλη;», τη στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες είχαν
ταχθεί με τις στρατιές του Χίτλερ, που τον θεωρούσαν μάλιστα και ελευθερωτή από
την κομμουνιστή καταπίεση; Αυτή η πραγματικότητα δεν πολυακούγεται για
ευνόητους λόγους. Η απάντηση η δική μου: Κανένα. Οι Σοβιετικοί πολέμησαν για
την πατρίδα και νίκησαν.
ΙΙΙ. Ποιες είναι οι προβλέψεις για το μέλλον
Με
βάση την ανωτέρω συνολική ανάλυση και χωρίς να επικαλεστούμε την σοφία που διατυπώνει
στο ποίημα του ο Κ. Καβάφης, αλλά τα κριτήρια που αναπτύξαμε στα προηγούμενα,
καθώς και τις προβλέψεις που έχουμε κάνει για την μεταπολίτευση έως τώρα, που
σχεδόν όλες βγήκαν αληθινές και επιπλέον την θεωρητική και πρακτική εμπειρία
μας, μπορούμε να πούμε ότι οι μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις θα διαμορφωθούν
ως κατωτέρω:
1.Η
συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. θα παραμείνει στην κυβέρνηση, έως ότου επιτελέσει
τον ρόλο που της έχουν αναθέσει οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους, κυρίως
Αγγλογερμανοί, που εργάζονται σταθερά και διαχρονικά εναντίον μας, στηρίζοντας
τις επεκτατικές διεκδικήσεις των γειτόνων μας, Τούρκων, Σκοπιανών και Αλβανών.
Και για να μην υπάρξει στο κρίσιμο αυτό θέμα παρεξήγηση τονίζουμε ότι αυτή
είναι η πρόθεση αυτών των δυνάμεων και δεν μιλούμε για τις προθέσεις της
κυβέρνησης και για τα αποτελέσματα της δικής της πολιτικής, για τα οποία
μπορούμε να συζητήσουμε, εάν και κατά πόσο υπηρετούν εκών άκων, συνειδητά ή
ασυνείδητα, τα συμφέροντα των «άσπονδων φίλων και συμμάχων μας». Δεν θέλουμε να
κάνουμε δίκην προθέσεων, αλλά να κρίνουμε τα πράγματα με βάση τα γεγονότα, που
είναι αδυσώπητα και για τα οποία ασφαλώς και υπάρχουν δικαιολογημένα
διαφορετικές και αντικρουόμενες εκτιμήσεις.
2.Δεν
μπορούμε να προβλέψουμε πόσο χρονικό διάστημα θα μείνει στην εξουσία αυτή η
κυβέρνηση. Πάντως όχι νωρίτερα, πριν επιτελέσει τον ρόλο της, όπως δείχνουν οι
«αποχρώσες ενδείξεις».
3.Είναι
πια πασιφανές ότι η διάδοχος κατάσταση θα είναι η Νέα Δημοκρατία με αρχηγό τον
Κυριάκο Μητσοτάκη. Εδώ δεν μπορεί να υπάρχει καμία αμφισβήτηση. Ήδη έχει
διαμορφωθεί το οριστικό πολιτικό σχήμα της αντιπολίτευσης, που θα αποτελέσει
την διάδοχη κατάσταση, όπως συμβαίνει σε ένα δικομματικό κοινοβουλευτικό
σύστημα, κατά το οποίο την δυσαρέσκεια του κόσμου απορροφά ένα άλλο κόμμα της
αντιπολίτευσης, που κυριαρχεί στον χώρο της αντιπολίτευσης. Στην περίπτωση αυτή
δεν έχει σημασία, αν είναι μόνο του το κόμμα αυτό η αποτελεί σύμπραξη κομμάτων.
Επαναλαμβάνουμε όμως ότι ο αρχηγός αυτής της μελλοντικής κυβέρνησης δεν θα
είναι κανένας άλλος από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
4.Ήδη
εκείνοι που αποφασίζουν για μας χωρίς εμάς δυστυχώς, γιατί είμαστε ακόμη πολύ
ανώριμοι για να καθορίσουμε εμείς, ως Έλληνες την «μοίρα μας», είτε ως ηγεσία
είτε ως λαός, αγόμενοι και φερόμενοι από εξωθεσμικά κέντρα, θα δημιουργήσουν
την επόμενη «προοδευτική αντιπολίτευση» προς τον Μητσοτάκη, τον εκπεφρασμένο
νεοφιλελεύθερο πολιτικό. Ήδη αυτή η προοπτική αρχίζει και εκκολάπτεται με την
συσπείρωση όλου του παλιού και καινούργιο κεντρώσου και κεντροαριστερού,
υποτίθεται, πατριωτικού χώρου, ο οποίος όμως θα κινείται στα πλαίσια του
συστήματος. Του συστήματος αυτού τον οποίο περιγράψαμε στα προηγούμενα. Δηλαδή
δεν θα υπάρξει πραγματική αλλαγή στο υπάρχον φαύλο σύστημα, αλλά θα κινηθεί στα
ίδια πλαίσια που έχει χαράξει το λεγόμενο «κατεστημένο».
Τελικά
η πρόβλεψη είναι ότι το σύστημα με τον ένα ή άλλο τρόπο, με συντηρητικές ή
προοδευτικές κυβερνήσεις θα λειτουργεί στα αστικά κοινοβουλευτικά δικομματικά
πλαίσια του συστήματος.
Η
πιθανότητα να υπάρξει ένα πραγματικό πατριωτικό κίνημα που θα δημιουργήσει
υπέρβαση αυτού του συστήματος προς μια προοδευτική κατεύθυνση (δεν μιλάμε για
επανάσταση φυσικά), δηλαδή με την ικανότητα να αλλάξει τις παρωχημένες δομές
του κράτους σε όλα τα επίπεδα: Ηθικά, πνευματικά, οικονομικά, πολιτικά,
πολιτισμικά, δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Όμως και την ευχόμαστε, μπροστά στα
άλλα φανερά, κατά την άποψή μας αδιέξοδα και δεν αποκλείουμε την συγκρότησή
τους. Αρκεί να μην είναι αργά. Όταν εξαντλήσουν όλες οι άλλες προσπάθειες
σωτηρίας του συστήματος ίσως προκύψει μια δυναμική του λαού που και την
ωριμότητα του θα αναδείξει και, μέσω της ωριμότητάς του, ικανές ηγεσίες, άξιες
και αντάξιες των προσδοκιών και της ιστορίας του.
[1]
Απόσπασμα από το ποίημα του κ. Καβάφη: «Σοφοί δε προσιόντων». Αξίζει να το
διαβάσει κανείς για να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στους σοφούς και στον λαό,
για τον οποίο στο τέλος του ποιήματος γράφει: «…Ενώ εις την οδόν
Έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί».
[2] Για
όσους δεν γνωρίζουν, το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα) ήταν η
αντιστασιακή οργάνωση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας 1967 -74, από την οποία
στην μεταπολίτευση δημιουργήθηκε ως πολιτικό σχήμα το ΠΑΣΟΚ (Πανελλήνιο
Σοσιαλιστικό Κίνημα).
[3] Α. Γ.
Παπανδρέου, Η σημασία της Νοεμβριανής λαϊκής εξέγερσης, εφημ.
«Αγώνας», 29.9.1973. Ο
Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να εφάρμοσε το γνωστό
«δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις», όμως είχε πει πολλές αλήθειες που
ισχύουν και σήμερα.
[4] Σάκης
Καράγιωργας, Μελέτες –Άρθρα – Ομιλίες,
3ος τόμος, σ. 204.
[5]
Υπάρχει η γνωστή θεωρία των ρήξεων και των ανατροπών, με την έννοια ότι οι
ποσοτικές ρήξεις θα οδηγήσουν κάποτε και στην ποιοτική αλλαγή των ανατροπών,
δηλαδή της ριζικής αλλαγής των δομών μιας κοινωνίας.
[6] Συνέντευξη
του Σοζέ Σαραμάγκου στην εφημ «Ελευθεροτυπία», στις 21.6.2010.
[7]
Συνέντευξη του Ζοζέ Σαραμάγκου στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», στις 21 Ιουνίου
2010.
[8] Βλ.
Νίκος Πουλαντζάς, Κείμενα, Μαρξισμός,
Δίκαιο, Κράτος, εκδ. «νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2009, σ.
491.
[9] Λουί
Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ.
«Γράμματα», Αθήνα 1978, σ. 9.
[10] Βλ.
Συνέντευξη του Κοστάντσο Πρέβε στην εφημ. «Ελευθεροτυπία», 19.11.2011 με τίτλο:
«Περνάμε από μια φάση του καπιταλισμού σε
μια άλλη». Στο σημείο αυτό καλό είναι, μιας και ό Πρέβε αναφέρεται σε λαό
και έθνος, να διευκρινίσουμε την έννοια του όρου «λαός», γιατί υπάρχει και για
τον όρο αυτόν μεγάλη σύγχυση, επειδή πολλοί τον εκλαμβάνουν ως μια γενική
έννοια χωρίς ταξικό περιεχόμενο που δεν σημαίνει τίποτε. Ασπάζομαι τον ορισμό
που δίνει στην περίπτωση αυτή ο Νίκος Πουλαντζάς, στο έργο του: Θέματα μαρξιστικής αντίληψης του κράτους,
εκδ. «Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα, σ. 14., που λέει: «”Λαός” εδώ σημαίνει όχι την αυθεντική
“υπόσταση” του “συνόλου των συγκεκριμένων ατόμων”, αλλά το σύνολο “των
καταπιεζόμενων τάξεων”, που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των μελών ενός
“εθνικού” καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού». Βασικά στην κοινή αντίληψη εννοούμε τα φτωχά λαϊκά
στρώματα, που γίνονται αντικείμενο, όχι μόνο καταπίεσης, αλλά και
εκμετάλλευσης. Καλό είναι να ξεκαθαρίζουμε και τις έννοιες, που η άγνοιά τους
δημιουργεί συγχύσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου